σοῦς: Difference between revisions

From LSJ

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0913.png Seite 913]] ὁ, zsgzgn statt [[σόος]], ὁ, w. m. s.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0913.png Seite 913]] ὁ, zsgzgn statt [[σόος]], ὁ, w. m. s.
}}
{{elru
|elrutext='''σοῦς:''' σοῦ стяж. = * [[σόος]] II.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> (ως όρος του Δημοκρίτου) η [[προς]] τα [[επάνω]] [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> (στους Λάκωνες) η [[ταχεία]] [[ορμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σόF</i>-<i>oς</i> της ρίζας <i>seF</i>- του ρ. [[σεύω]] / -<i>ομαι</i> «[[ρίχνω]], [[ορμώ]], [[σπεύδω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σεύω]])].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> (ως όρος του Δημοκρίτου) η [[προς]] τα [[επάνω]] [[κίνηση]]<br /><b>2.</b> (στους Λάκωνες) η [[ταχεία]] [[ορμή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη [[βαθμίδα]] <i>σόF</i>-<i>oς</i> της ρίζας <i>seF</i>- του ρ. [[σεύω]] / -<i>ομαι</i> «[[ρίχνω]], [[ορμώ]], [[σπεύδω]]» (<b>βλ.</b> και λ. [[σεύω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''σοῦς:''' σοῦ стяж. = * [[σόος]] II.
}}
}}

Revision as of 14:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοῦς Medium diacritics: σοῦς Low diacritics: σούς Capitals: ΣΟΥΣ
Transliteration A: soûs Transliteration B: sous Transliteration C: soys Beta Code: sou=s

English (LSJ)

ὁ, upward motion, a Democritean term, Arist.Cael.313b5; Lacon. for ἡ ταχεῖα ὁρμή, acc. to Pl.Cra.412b. (From Σόϝος, cf. σεύω, σοῦμαι.)

German (Pape)

[Seite 913] ὁ, zsgzgn statt σόος, ὁ, w. m. s.

Russian (Dvoretsky)

σοῦς: σοῦ стяж. = * σόος II.

Greek (Liddell-Scott)

σοῦς: ὁ, κίνησις, ὁρμὴ πρὸς τὰ ἄνω, ὅρος τοῦ Δημοκρίτου, Ἀριστ. π. Οὐραν. 4.6,31· Λακωνικ. ἀντὶ τοῦ ἡ ταχεῖα ὁρμή, κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Κρατ. 412Β·―παρ’ Ἡσυχ. σοῦσις, εως, ἡ. (Συγγενὲς τῇ √ΣΥ, σεύω, σοῦμαι).

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. (ως όρος του Δημοκρίτου) η προς τα επάνω κίνηση
2. (στους Λάκωνες) η ταχεία ορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα σόF- της ρίζας seF- του ρ. σεύω / -ομαι «ρίχνω, ορμώ, σπεύδω» (βλ. και λ. σεύω)].