μάσομαι: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
(3)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>fut. de</i> [[μαίομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μάσομαι:''' fut. к [[μαίομαι]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μάσομαι''': μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.
|lstext='''μάσομαι''': μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.
}}
{{bailly
|btext=<i>fut. de</i> [[μαίομαι]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μάσομαι:''' πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I<br /><b class="num">I.</b>
|lsmtext='''μάσομαι:''' πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I<br /><b class="num">I.</b>
}}
{{elru
|elrutext='''μάσομαι:''' fut. к [[μαίομαι]].
}}
}}

Latest revision as of 14:20, 3 October 2022

French (Bailly abrégé)

fut. de μαίομαι.

Russian (Dvoretsky)

μάσομαι: fut. к μαίομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μάσομαι: μέλλ., θὰ ἐγγίσω, θὰ ψηλαφήσω· ἴδε ἐν λ. *μάω ΙΙ.

Greek Monotonic

μάσομαι: πρόκειται να αγγίξω, μέλ. του *μάω I
I.