μελύδριον: Difference between revisions
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br />petit membre.<br />'''Étymologie:''' [[μέλος]]. | |btext=ου (τό) :<br />petit membre.<br />'''Étymologie:''' [[μέλος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελύδριον:''' τό [[песенка]] Arph., Theocr. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελύδριον:''' τό, υποκορ. του [[μέλος]] II, [[τραγουδάκι]], σε Θεόκρ., Βίωνα. | |lsmtext='''μελύδριον:''' τό, υποκορ. του [[μέλος]] II, [[τραγουδάκι]], σε Θεόκρ., Βίωνα. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μελύδριον]], ου, τό, [Dim. of [[μέλος]] II]<br />a [[ditty]], Theocr., [[Bion]]. | |mdlsjtxt=[[μελύδριον]], ου, τό, [Dim. of [[μέλος]] II]<br />a [[ditty]], Theocr., [[Bion]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:25, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, Dim. of μέλος A, A poor limb, M.Ant.7.68(pl.). II Dim. of μέλος B, ditty, Ar.Ec.883, Theoc.7.51, BionFr.5.1.
German (Pape)
[Seite 128] τό, dim. von μέλος, Liedchen; Ar. Eccl. 883; Theocr. 7, 51.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petit membre.
Étymologie: μέλος.
Russian (Dvoretsky)
μελύδριον: τό песенка Arph., Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
μελύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ μέλος Α, μικρόν τι μέλος τοῦ σώματος, κἂν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος Μ. Ἀντων. 7. 68. ΙΙ. ἐκ τοῦ μέλος Β, ᾠδάριον, ᾀσμάτιον, «τραγουδάκι», Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 883, Θεόκρ. 7. 51, Βίων 5. 2.
Greek Monolingual
μελύδριον, τὸ (Α)
1. μικρό μέλος του σώματος («κἄν τὰ θηρία διασπᾷ τὰ μελύδρια τοῦ περιτεθραμμένου τούτου σώματος», Μάρκ. Αυρ.)
2. τραγουδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογ-ύδριον)].
Greek Monotonic
μελύδριον: τό, υποκορ. του μέλος II, τραγουδάκι, σε Θεόκρ., Βίωνα.
Middle Liddell
μελύδριον, ου, τό, [Dim. of μέλος II]
a ditty, Theocr., Bion.