μεριμνητής: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui se préoccupe de, qui médite, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μεριμνάω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui se préoccupe de, qui médite, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μεριμνάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεριμνητής:''' οῦ ὁ мыслитель, мудрец: μ. λόγων Eur. ирон. глубокомысленный мудрец.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεριμνητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ανησυχεί για ένα [[θέμα]], με γεν., σε Ευρ.
|lsmtext='''μεριμνητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ανησυχεί για ένα [[θέμα]], με γεν., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεριμνητής:''' οῦ ὁ мыслитель, мудрец: μ. λόγων Eur. ирон. глубокомысленный мудрец.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μεριμνητής]], οῦ, ὁ, [from [[μεριμνάω]]<br />one who is [[anxious]] [[about]] a [[thing]], c. gen., Eur.
|mdlsjtxt=[[μεριμνητής]], οῦ, ὁ, [from [[μεριμνάω]]<br />one who is [[anxious]] [[about]] a [[thing]], c. gen., Eur.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεριμνητής Medium diacritics: μεριμνητής Low diacritics: μεριμνητής Capitals: ΜΕΡΙΜΝΗΤΗΣ
Transliteration A: merimnētḗs Transliteration B: merimnētēs Transliteration C: merimnitis Beta Code: merimnhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who is anxious about, λόγων E.Med.1226, cf. Porph.Gaur.12.7.

German (Pape)

[Seite 134] ὁ, der Nachdenkende, Nachgrübelnde, Ersinnende, λόγων, Eur. Med. 1226.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui se préoccupe de, qui médite, gén..
Étymologie: μεριμνάω.

Russian (Dvoretsky)

μεριμνητής: οῦ ὁ мыслитель, мудрец: μ. λόγων Eur. ирон. глубокомысленный мудрец.

Greek (Liddell-Scott)

μεριμνητής: -οῦ, ὁ, ὁ μεριμνῶν περί τινος, λόγων Εὐρ. Μήδ. 1226· - θηλ. μεριμνήτρια, παρ’ Ἰω. Χρυσοστ. ἐν τ. 6, σ. 550C. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μεριμνηταί· οἱ φιλόσοφοι».

Greek Monolingual

μεριμνητής, ὁ (ΑM Α θηλ. μεριμνήτρια) μεριμνώ
αυτός που μεριμνά, που νοιάζεται
αρχ.
1. ερευνητής («σοφούς... και μεριμνητὰς λόγων», Ευρ.)
2. μαθητής
3. (κατά τον Ησύχ.) «μεριμνηταί
οἱ φιλόσοφοι».

Greek Monotonic

μεριμνητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ανησυχεί για ένα θέμα, με γεν., σε Ευρ.

Middle Liddell

μεριμνητής, οῦ, ὁ, [from μεριμνάω
one who is anxious about a thing, c. gen., Eur.