μετάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß

Menander, Monostichoi, 405
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] (s. [[κεῖμαι]]), anderswo liegen, als perf. zu [[μετατίθημι]], versetzt sein an eine andere Stelle, εἴ τι πρόσκειται [[γράμμα]] ἢ μετάκειται, Plat. Crat. 394 b; Arist. part. an. 2, 17, öfter; bei den Rhett. u. Sp. = sich geändert haben.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0147.png Seite 147]] (s. [[κεῖμαι]]), anderswo liegen, als perf. zu [[μετατίθημι]], versetzt sein an eine andere Stelle, εἴ τι πρόσκειται [[γράμμα]] ἢ μετάκειται, Plat. Crat. 394 b; Arist. part. an. 2, 17, öfter; bei den Rhett. u. Sp. = sich geändert haben.
}}
{{elru
|elrutext='''μετάκειμαι:''' [[лежать]] (находиться) в другом месте, т. е. быть переставленным Arst.: εἴ τι πρόσκειται [[γράμμα]] ἢ μετάκειται Plat. добавлена ли какая-л. буква, или переставлена.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετάκειμαι]] (Α) [[κείμαι]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] τοποθετημένος [[αλλού]], [[κείμαι]] σε [[άλλο]] [[μέρος]] («εἴ τι πρόσκειται [[γράμμα]] ἢ μετάκειται ἢ αφῄρηται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] αλλαγμένος, έχω υποστεί [[μεταβολή]] («ἐφ' ἡμῶν μετάκειται τὸ [[ἔθος]]», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (στον λόγο) μετατίθεμαι από μια [[έννοια]] σε [[άλλη]], [[κάνω]] [[μεταφορά]] («[[ἐγέλα]] που [[ῥόδον]] ἡδύχρουν, ἤ, τε γὰρ μεταφορὰ ἡ [[ἐγέλα]], [[πάνυ]] μετάκειται ἀπρεπῶς», Δημήτρ.).
|mltxt=[[μετάκειμαι]] (Α) [[κείμαι]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] τοποθετημένος [[αλλού]], [[κείμαι]] σε [[άλλο]] [[μέρος]] («εἴ τι πρόσκειται [[γράμμα]] ἢ μετάκειται ἢ αφῄρηται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[είμαι]] αλλαγμένος, έχω υποστεί [[μεταβολή]] («ἐφ' ἡμῶν μετάκειται τὸ [[ἔθος]]», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> (στον λόγο) μετατίθεμαι από μια [[έννοια]] σε [[άλλη]], [[κάνω]] [[μεταφορά]] («[[ἐγέλα]] που [[ῥόδον]] ἡδύχρουν, ἤ, τε γὰρ μεταφορὰ ἡ [[ἐγέλα]], [[πάνυ]] μετάκειται ἀπρεπῶς», Δημήτρ.).
}}
{{elru
|elrutext='''μετάκειμαι:''' [[лежать]] (находиться) в другом месте, т. е. быть переставленным Arst.: εἴ τι πρόσκειται [[γράμμα]] ἢ μετάκειται Plat. добавлена ли какая-л. буква, или переставлена.
}}
}}

Revision as of 14:31, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετάκειμαι Medium diacritics: μετάκειμαι Low diacritics: μετάκειμαι Capitals: ΜΕΤΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: metákeimai Transliteration B: metakeimai Transliteration C: metakeimai Beta Code: meta/keimai

English (LSJ)

fut. -κείσομαι, used as Pass. of μετατίθημι, A to be transposed, Pl.Cra.394b, Arist.PA660b31; to be changed, μετάκειται τὸ ἔθος D.H.2.14, cf. Str.3.4.20. 2 ἡ μεταφορὰ μετάκειται ἀπρεπῶς the metaphor is in bad taste, Demetr.Eloc.188.

German (Pape)

[Seite 147] (s. κεῖμαι), anderswo liegen, als perf. zu μετατίθημι, versetzt sein an eine andere Stelle, εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται, Plat. Crat. 394 b; Arist. part. an. 2, 17, öfter; bei den Rhett. u. Sp. = sich geändert haben.

Russian (Dvoretsky)

μετάκειμαι: лежать (находиться) в другом месте, т. е. быть переставленным Arst.: εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται Plat. добавлена ли какая-л. буква, или переставлена.

Greek (Liddell-Scott)

μετάκειμαι: μέλλ. -κείσομαι, ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ μετατίθημι, μετατίθεμαι, Πλάτ. Κρατ. 394Α, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 11, Διον. Ἁλ. 2. 14. 2) ἐν τῇ ῥητορικῇ ἐπὶ μεταφορῶν, μετατίθεμαι ἔκ τινος πράγματος εἰς ἄλλο, εἰσάγομαι, «ἐγέλα που ῥόδον ἡδύχρουν, ἥ τε γὰρ μεταφορὰ ἡ ἐγέλα, πάνυ μετάκειται ἀπρεπῶς» Δημήτρ. Φαληρ. 188 (ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9, σ. 84).

Greek Monolingual

μετάκειμαι (Α) κείμαι
1. είμαι τοποθετημένος αλλού, κείμαι σε άλλο μέρος («εἴ τι πρόσκειται γράμμα ἢ μετάκειται ἢ αφῄρηται», Πλάτ.)
2. είμαι αλλαγμένος, έχω υποστεί μεταβολή («ἐφ' ἡμῶν μετάκειται τὸ ἔθος», Διον. Αλ.)
3. (στον λόγο) μετατίθεμαι από μια έννοια σε άλλη, κάνω μεταφοράἐγέλα που ῥόδον ἡδύχρουν, ἤ, τε γὰρ μεταφορὰ ἡ ἐγέλα, πάνυ μετάκειται ἀπρεπῶς», Δημήτρ.).