μεσαίτατος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><i>Sp. de</i> [[μέσος]].
|btext=η, ον :<br /><i>Sp. de</i> [[μέσος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεσαίτατος:''' superl. к [[μέσος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσαίτατος:''' -τερος, βλ. [[μέσος]] V.
|lsmtext='''μεσαίτατος:''' -τερος, βλ. [[μέσος]] V.
}}
{{elru
|elrutext='''μεσαίτατος:''' superl. к [[μέσος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσαίτατος Medium diacritics: μεσαίτατος Low diacritics: μεσαίτατος Capitals: ΜΕΣΑΙΤΑΤΟΣ
Transliteration A: mesaítatos Transliteration B: mesaitatos Transliteration C: mesaitatos Beta Code: mesai/tatos

English (LSJ)

μεσαίτερος, v. μέσος VI.

German (Pape)

[Seite 136] u. μεσαίτερος, superl. u. compar. zu μέσος, w. m. s.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de μέσος.

Russian (Dvoretsky)

μεσαίτατος: superl. к μέσος.

Greek (Liddell-Scott)

μεσαίτατος: -τερος, ἴδε ἐν λ. μέσος VI.

Greek Monolingual

μεσαίτατος, -άτη, -ον (ΑM, Μ και μέσιος, -ία, -ον)
υπερθ. του μέσος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μεσαίτατον
το μέσο ακριβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέσος (για τη μορφή μεσαι- βλ. μεσο-) + κατάλ. υπερθ. -τατος (πρβλ. παλαίτατος)].

Greek Monotonic

μεσαίτατος: -τερος, βλ. μέσος V.