μεταφύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=metafu/omai
|Beta Code=metafu/omai
|Definition=Med., c. aor. 2 Act. -έφῡν: pf. [[πέφῡκα]]:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[become by change]], ἀλλοῖοι μετέφυν <span class="bibl">Emp.108.1</span>, cf. Hierocl <span class="title">in CA</span> 20p.462M.; ἀνδρῶν ὅσοι δειλοὶ [ἦσαν] γυναῖκες μετεφύοντο ἐν τῇ δευτέρα γενέσει <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ti.</span>90e</span>; Εὔφορβος γεγονέναι μεταφῦναί τε Ἴων ἐκ Τρωός <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Her.</span> 17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[grow after]], <b class="b3">οἱ μεταφύντες</b> (sc. [[ὀδόντες]]) <span class="bibl">Hp.<span class="title">Carn.</span> 12</span> (-[[φύοντες]] codd., [[varia lectio|v.l.]] -[[φυέοντες]], fort. -[[φυέντες]]).</span>
|Definition=Med., c. aor. 2 Act. -έφῡν: pf. [[πέφῡκα]]:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[become by change]], ἀλλοῖοι μετέφυν <span class="bibl">Emp.108.1</span>, cf. Hierocl <span class="title">in CA</span> 20p.462M.; ἀνδρῶν ὅσοι δειλοὶ [ἦσαν] γυναῖκες μετεφύοντο ἐν τῇ δευτέρα γενέσει <span class="bibl">Pl. <span class="title">Ti.</span>90e</span>; Εὔφορβος γεγονέναι μεταφῦναί τε Ἴων ἐκ Τρωός <span class="bibl">Philostr.<span class="title">Her.</span> 17</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[grow after]], <b class="b3">οἱ μεταφύντες</b> (sc. [[ὀδόντες]]) <span class="bibl">Hp.<span class="title">Carn.</span> 12</span> (-[[φύοντες]] codd., [[varia lectio|v.l.]] -[[φυέοντες]], fort. -[[φυέντες]]).</span>
}}
{{elru
|elrutext='''μεταφύομαι:''' (aor. 2 μέτεφυν) перерождаться, становиться, превращаться (ἐν τῇ δευτέρᾳ γενέσει Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 15: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταφύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] με [[μεταβολή]], μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[φυτρώνω]] [[κατόπιν]].
|mltxt=[[μεταφύομαι]] (Α)<br /><b>1.</b> [[γίνομαι]] με [[μεταβολή]], μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι σε [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>2.</b> [[φυτρώνω]] [[κατόπιν]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεταφύομαι:''' (aor. 2 μέτεφυν) перерождаться, становиться, превращаться (ἐν τῇ δευτέρᾳ γενέσει Plat.).
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταφύομαι Medium diacritics: μεταφύομαι Low diacritics: μεταφύομαι Capitals: ΜΕΤΑΦΥΟΜΑΙ
Transliteration A: metaphýomai Transliteration B: metaphyomai Transliteration C: metafyomai Beta Code: metafu/omai

English (LSJ)

Med., c. aor. 2 Act. -έφῡν: pf. πέφῡκα:—A become by change, ἀλλοῖοι μετέφυν Emp.108.1, cf. Hierocl in CA 20p.462M.; ἀνδρῶν ὅσοι δειλοὶ [ἦσαν] γυναῖκες μετεφύοντο ἐν τῇ δευτέρα γενέσει Pl. Ti.90e; Εὔφορβος γεγονέναι μεταφῦναί τε Ἴων ἐκ Τρωός Philostr.Her. 17. 2 grow after, οἱ μεταφύντες (sc. ὀδόντες) Hp.Carn. 12 (-φύοντες codd., v.l. -φυέοντες, fort. -φυέντες).

Russian (Dvoretsky)

μεταφύομαι: (aor. 2 μέτεφυν) перерождаться, становиться, превращаться (ἐν τῇ δευτέρᾳ γενέσει Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

μεταφύομαι: μέσ. μετ’ ἀορ. β΄ μετέφῡν, ἀπαρ. -φῦναι· πρκμ. -πέφῡκα· - γίνομαι... διὰ μεταβολῆς, μετατρέπομαι εἰς..., ἀλλοῖοι μετέφυν Ἐμπεδ. 376· ἀνδρῶν ὅσοι δειλοὶ [ἦσαν] γυναῖκες μετεφύοντο, μετεβάλλοντο εἰς γυναῖκας, Πλάτ. Τίμ. 90Ε. 2) φύομαι μετὰ ταῦτα, «φυτρώνω» κατόπιν, οἱ μεταφύντες (δηλ. ὀδόντες) Ἱππ. 251. 54.

Greek Monolingual

μεταφύομαι (Α)
1. γίνομαι με μεταβολή, μετατρέπομαι, μεταβάλλομαι σε κάτι άλλο
2. φυτρώνω κατόπιν.