μνήστωρ: Difference between revisions
ἐπὶ ξυροῦ γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα → our affairs are balanced on a razor's edge, our affairs are set upon the razor's edge
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ορος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui pense à, qui se souvient de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]]. | |btext=ορος;<br /><i>adj. m.</i><br />qui pense à, qui se souvient de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[μνάομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μνήστωρ:''' ορος adj. [[μνάομαι]] I] помнящий ([[πόλεος]] [[ὀργίων]] μνήστορες [[ἐστέ]] μοι Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μνήστωρ:''' -ορος, ὁ ([[μνάομαι]]), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''μνήστωρ:''' -ορος, ὁ ([[μνάομαι]]), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή [[κάτι]], <i>τινός</i>, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[μνήστωρ]], ορος, ὁ, [[μνάομαι]]<br />[[mindful]] of, τινός Aesch. | |mdlsjtxt=[[μνήστωρ]], ορος, ὁ, [[μνάομαι]]<br />[[mindful]] of, τινός Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ορος, ὁ, mindful of, τινος A.Th.180 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 196] ορος, ὁ, poet, = μνηστήρ, auch = eingedenk, ὀργίων μνήστορες ἔστε μοι, Aesch. Spt. 163.
French (Bailly abrégé)
ορος;
adj. m.
qui pense à, qui se souvient de, gén..
Étymologie: μνάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μνήστωρ: ορος adj. μνάομαι I] помнящий (πόλεος ὀργίων μνήστορες ἐστέ μοι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μνήστωρ: -ορος, ὁ, ὁ σκεπτόμενος περί τινος, τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 181. ΙΙ. οἱ μνήστορες, οἱ τοῦ Ὁμήρου μνηστῆρες, Κλήμ. Ἀλ. 212· οὕτω Νικήτ., κλ.
Greek Monolingual
μνήστωρ, -ορος, ὁ (ΑΜ)
μνηστευμένος
αρχ.
1. αυτός που σκέπτεται κάτι, αυτός που έχει κάτι στο μυαλό του
2. στον πληθ. οἱ μνήστορες
(στον Όμηρο) οι μνηστήρες της Πηνελόπης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μνησ- (πρβλ. ἔ-μνησ-α, αόρ. του μνῶμαι) + επίθημα -τωρ (πρβλ. μιάσ-τωρ)].
Greek Monotonic
μνήστωρ: -ορος, ὁ (μνάομαι), αυτός που σκέφτεται, που νοιάζεται για κάποιον ή κάτι, τινός, σε Αισχύλ.