μονομαχεῖον: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] τό, = [[μονομάχιον]], [[varia lectio|v.l.]] bei Ath. V, 191 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0203.png Seite 203]] τό, = [[μονομάχιον]], [[varia lectio|v.l.]] bei Ath. V, 191 a.
}}
{{elru
|elrutext='''μονομᾰχεῖον:''' τό Luc. [[varia lectio|v.l.]] = [[μονομάχιον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=μονομαχεῖον και [[μονομάχιον]], τὸ (ΑΜ) [[μονομάχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σχολή]] όπου διδασκόταν η [[μονομαχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονομαχία]] («[[ἀλλά]] καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ [[μονομάχιον]] ὑποβαλών», <b>Λουκιαν.</b>).
|mltxt=μονομαχεῖον και [[μονομάχιον]], τὸ (ΑΜ) [[μονομάχος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σχολή]] όπου διδασκόταν η [[μονομαχία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[μονομαχία]] («[[ἀλλά]] καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ [[μονομάχιον]] ὑποβαλών», <b>Λουκιαν.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''μονομᾰχεῖον:''' τό Luc. [[varia lectio|v.l.]] = [[μονομάχιον]].
}}
}}

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰχεῖον Medium diacritics: μονομαχεῖον Low diacritics: μονομαχείον Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΕΙΟΝ
Transliteration A: monomacheîon Transliteration B: monomacheion Transliteration C: monomacheion Beta Code: monomaxei=on

English (LSJ)

v. μονομάχιον.

German (Pape)

[Seite 203] τό, = μονομάχιον, v.l. bei Ath. V, 191 a.

Russian (Dvoretsky)

μονομᾰχεῖον: τό Luc. v.l. = μονομάχιον.

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχεῖον: ἴδε ἐν λέξ. μονομάχιον.

Greek Monolingual

μονομαχεῖον και μονομάχιον, τὸ (ΑΜ) μονομάχος
μσν.
σχολή όπου διδασκόταν η μονομαχία
αρχ.
μονομαχίαἀλλά καὶ σύ με προσαπολώλεκας, ὦ Χηνίδα, τὸ μονομάχιον ὑποβαλών», Λουκιαν.).