μοχλεία: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0212.png Seite 212]] ἡ, = Folgdm, bes. das Einrenken eines Knochens, sp. Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0212.png Seite 212]] ἡ, = Folgdm, bes. das Einrenken eines Knochens, sp. Medic. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μοχλεία:''' ἡ анат. сочленение (τὸ ἐν τῇ μοχλείᾳ κινοῦν ἑαυτό Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μοχλεία]] και [[μοχλία]] ἡ (Α) [[μοχλεύω]]<br /><b>1.</b> [[μετατόπιση]], [[μετακίνηση]] που γίνεται με μοχλό, [[μόχλευση]]<br /><b>2.</b> η [[χρήση]] πιεστήρων. | |mltxt=[[μοχλεία]] και [[μοχλία]] ἡ (Α) [[μοχλεύω]]<br /><b>1.</b> [[μετατόπιση]], [[μετακίνηση]] που γίνεται με μοχλό, [[μόχλευση]]<br /><b>2.</b> η [[χρήση]] πιεστήρων. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 3 October 2022
English (LSJ)
ἡ, = μόχλευσις (moving by a lever, setting joints by leverage) 1, Arist.Ph.259b20, Supp.Epigr.2.569.19 (Didyma, ii B.C.), Dexipp.Fr.27J. (written μοχλίαις), Orib.49.4.72; μ. τῶν ὀδόντων extraction of teeth, Gal.18(2).592; (ὀστῶν) reduction of dislocations, Id.19.461: metaph., dislodgement of chronic disease, esp. by exercise, μοχλείας δεῖσθαι Antyll. ap. Orib.6.1.1, Gal.17(1).839; πρὸς ἀνάμνησιν δέονται τῆς μ. [αἱ ψυχαί] Plu.Fr.7.19, cf. Olymp.in Grg.p.279 J.
German (Pape)
[Seite 212] ἡ, = Folgdm, bes. das Einrenken eines Knochens, sp. Medic.
Russian (Dvoretsky)
μοχλεία: ἡ анат. сочленение (τὸ ἐν τῇ μοχλείᾳ κινοῦν ἑαυτό Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μοχλεία: ἡ, = μόχλευσις, Ἀριστ. Φυσ. 8. 6, 12, Ὀρειβάσ. 120 Mai.
Greek Monolingual
μοχλεία και μοχλία ἡ (Α) μοχλεύω
1. μετατόπιση, μετακίνηση που γίνεται με μοχλό, μόχλευση
2. η χρήση πιεστήρων.