μοχλεία
νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness
English (LSJ)
ἡ, = μόχλευσις (moving by a lever, setting joints by leverage) 1, Arist.Ph.259b20, Supp.Epigr.2.569.19 (Didyma, ii B.C.), Dexipp.Fr.27J. (written μοχλίαις), Orib.49.4.72; μ. τῶν ὀδόντων extraction of teeth, Gal.18(2).592; (ὀστῶν) reduction of dislocations, Id.19.461: metaph., dislodgement of chronic disease, esp. by exercise, μοχλείας δεῖσθαι Antyll. ap. Orib.6.1.1, Gal.17(1).839; πρὸς ἀνάμνησιν δέονται τῆς μ. [αἱ ψυχαί] Plu.Fr.7.19, cf. Olymp.in Grg.p.279 J.
German (Pape)
[Seite 212] ἡ, = Folgdm, bes. das Einrenken eines Knochens, sp. Medic.
Russian (Dvoretsky)
μοχλεία: ἡ анат. сочленение (τὸ ἐν τῇ μοχλείᾳ κινοῦν ἑαυτό Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
μοχλεία: ἡ, = μόχλευσις, Ἀριστ. Φυσ. 8. 6, 12, Ὀρειβάσ. 120 Mai.
Greek Monolingual
μοχλεία και μοχλία ἡ (Α) μοχλεύω
1. μετατόπιση, μετακίνηση που γίνεται με μοχλό, μόχλευση
2. η χρήση πιεστήρων.