μυχόθεν: Difference between revisions

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />du fond.<br />'''Étymologie:''' [[μυχός]], -θεν.
|btext=<i>adv.</i><br />du fond.<br />'''Étymologie:''' [[μυχός]], -θεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠχόθεν:''' adv. из (глубины) дома, изнутри Aesch.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῠχόθεν:''' (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• μῠχόθεν:</b> (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μῠχόθεν:''' (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">• μῠχόθεν:</b> (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο [[μέρος]] του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῠχόθεν:''' adv. из (глубины) дома, изнутри Aesch.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μυχός]]<br />adv. from the [[inmost]] [[part]] of the [[house]], from the women's chambers, Aesch.
|mdlsjtxt=[[μυχός]]<br />adv. from the [[inmost]] [[part]] of the [[house]], from the women's chambers, Aesch.
}}
}}

Revision as of 14:41, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠχόθεν Medium diacritics: μυχόθεν Low diacritics: μυχόθεν Capitals: ΜΥΧΟΘΕΝ
Transliteration A: mychóthen Transliteration B: mychothen Transliteration C: mychothen Beta Code: muxo/qen

English (LSJ)

Adv. from the inmost part of the house, from the women's chambers, A.Ag.96 (anap.), Ch.35 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 224] aus dem Innersten, Aesch. Ag. 96, φόβος ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε Ch. 35.

French (Bailly abrégé)

adv.
du fond.
Étymologie: μυχός, -θεν.

Russian (Dvoretsky)

μῠχόθεν: adv. из (глубины) дома, изнутри Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

μῠχόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τοῦ μυχοῦ τῆς οἰκίας, ἐκ τοῦ γυναικῶνος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 96, Χο. 35.

Greek Monolingual

μυχόθεν (Α)
επίρρ. από τον μυχό, από τα εσώτατα δωμάτια του σπιτιού, από τον γυναικωνίτη («ἀωρόνυκτον ἀμβόαμα μυχόθεν ἔλακε περὶ φόβῳ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + επιρρμ. κατάλ. -θεν, που δηλώνει την από τόπου κίνηση (πρβλ. θεό-θεν, κυκλό-θεν)].

Greek Monotonic

μῠχόθεν: (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο μέρος του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.
• μῠχόθεν: (μῠχός), επίρρ., από το εσώτατο μέρος του σπιτιού, από το γυναικωνίτη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μυχός
adv. from the inmost part of the house, from the women's chambers, Aesch.