μυστοδόκος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui reçoit les initiés.<br />'''Étymologie:''' [[μύστης]], [[δέκομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qui reçoit les initiés.<br />'''Étymologie:''' [[μύστης]], [[δέκομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''μυστοδόκος:''' [[принимающий посвященных в мистерии]] ([[δόμος]], sc. [[Ἐλευσίς]] Arph.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μυστοδόκος:''' -ον ([[μύστης]], [[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται τους μυημένους στα μυστήρια, [[δόμος]] [[μυστοδόκος]], δηλ. η Ελευσίνα, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μυστοδόκος:''' -ον ([[μύστης]], [[δέχομαι]]), αυτός που δέχεται τους μυημένους στα μυστήρια, [[δόμος]] [[μυστοδόκος]], δηλ. η Ελευσίνα, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μυστοδόκος:''' [[принимающий посвященных в мистерии]] ([[δόμος]], sc. [[Ἐλευσίς]] Arph.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μυστο-[[δόκος]], ον [[μύστης]], [[δέχομαι]]<br />receiving the [[initiated]], [[δόμος]] μ., i. e. [[Eleusis]], Ar.
|mdlsjtxt=μυστο-[[δόκος]], ον [[μύστης]], [[δέχομαι]]<br />receiving the [[initiated]], [[δόμος]] μ., i. e. [[Eleusis]], Ar.
}}
}}

Revision as of 14:43, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυστοδόκος Medium diacritics: μυστοδόκος Low diacritics: μυστοδόκος Capitals: ΜΥΣΤΟΔΟΚΟΣ
Transliteration A: mystodókos Transliteration B: mystodokos Transliteration C: mystodokos Beta Code: mustodo/kos

English (LSJ)

ον, (μύστης, δέχομαι) receiving the mysteries or the receiving the initiated, μυστοδόκος δόμος, i.e. Eleusis, Ar.Nu.303 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 223] die Geweih'ten aufnehmend, enthaltend, οἶκος, Ar. Nubb. 303, von Eleusis.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui reçoit les initiés.
Étymologie: μύστης, δέκομαι.

Russian (Dvoretsky)

μυστοδόκος: принимающий посвященных в мистерии (δόμος, sc. Ἐλευσίς Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

μυστοδόκος: -ον, (μύστης, δέχομαι) ὁ δεχόμενος τὰ μυστήρια ἢ τοὺς μεμυημένους, δόμος μ., δηλ. ἡ Ἐλευσίς, Ἀριστοφ. Νεφ. 303.

Spanish

iniciado en los misterios

Greek Monolingual

μυστοδόκος, -ον (Α)
αυτός που δέχεται ή περιέχει τους μύστες ή τα μυστήρια («δόμος μυστοδόκος» — η Ελευσίνα, Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύστης + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. μυλο-δόκος, ναυλο-δόκος.

Greek Monotonic

μυστοδόκος: -ον (μύστης, δέχομαι), αυτός που δέχεται τους μυημένους στα μυστήρια, δόμος μυστοδόκος, δηλ. η Ελευσίνα, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

μυστο-δόκος, ον μύστης, δέχομαι
receiving the initiated, δόμος μ., i. e. Eleusis, Ar.