μονόρρυθμος: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />ajusté <i>ou</i> arrangé par un seul ; dont l'ordonnance est simple.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ῥυθμός]]. | |btext=ος, ον :<br />ajusté <i>ou</i> arrangé par un seul ; dont l'ordonnance est simple.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[ῥυθμός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μονόρρυθμος:''' [[рассчитанный на одного только]], [[отдельный]] ([[δόμος]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μονόρρυθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό [[είδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μον</i>-<i>ωρύχος</i> ([[πρβλ]]. [[χρυσωρύχος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυθμός]] ([[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>ρυθμος</i>)]. | |mltxt=[[μονόρρυθμος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό [[είδος]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντί <i>μον</i>-<i>ωρύχος</i> ([[πρβλ]]. [[χρυσωρύχος]]) <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ῥυθμός]] ([[πρβλ]]. <i>εύ</i>-<i>ρυθμος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[alone]], [[solitary]] | |woodrun=[[alone]], [[solitary]] | ||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, of solitary kind, μ. δόμοι houses dwelt in by one only, A.Supp. 961.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ajusté ou arrangé par un seul ; dont l'ordonnance est simple.
Étymologie: μόνος, ῥυθμός.
Russian (Dvoretsky)
μονόρρυθμος: рассчитанный на одного только, отдельный (δόμος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μονόρρυθμος: -ον, ἰδιόρρυθμος, δόμος μ., οἰκία ὑφ’ ἑνὸς μόνου κατοικουμένη, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 961.
Greek Monolingual
μονόρρυθμος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει σε έναν μοναδικό ρυθμό ή αποτελεί μοναδικό είδος
2. αυτός που κατοικείται μόνο από έναν («πάρεστιν οἰκεῖν καὶ μονορρύθμους δόμους», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντί μον-ωρύχος (πρβλ. χρυσωρύχος) < μον(ο)- + ῥυθμός (πρβλ. εύ-ρυθμος)].