μητροήθης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui a le caractère d'une mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[ἦθος]].
|btext=ης, ες :<br />qui a le caractère d'une mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[ἦθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μητροήθης:''' [[унаследовавший материнский характер]] Anth.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μητροήθης:''' -ες ([[ἦθος]]), αυτός που έχει τον χαρακτήρα, τις συνήθειες της μητέρας του, σε Ανθ.
|lsmtext='''μητροήθης:''' -ες ([[ἦθος]]), αυτός που έχει τον χαρακτήρα, τις συνήθειες της μητέρας του, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μητροήθης:''' [[унаследовавший материнский характер]] Anth.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μητρο-ήθης, ες [[ἦθος]]<br />with a [[mother]]'s [[mind]], Anth.
|mdlsjtxt=μητρο-ήθης, ες [[ἦθος]]<br />with a [[mother]]'s [[mind]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 179] ες, von der Mutter Art, Charakter, Mchael. (I, 122).

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui a le caractère d'une mère.
Étymologie: μήτηρ, ἦθος.

Russian (Dvoretsky)

μητροήθης: унаследовавший материнский характер Anth.

Greek (Liddell-Scott)

μητροήθης: -ες, ὁ ἔχων τὸ ἦθος, τὸν τρόπον τῆς ἑαυτοῦ μητρός, Ἀνθ. Π. 1. 124.

Greek Monolingual

μητροήθης, -ες (Μ)
αυτός που έχει το ήθος ή τον χαρακτήρα της μητέρας του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μήτηρ, μητρός + -ήθης (< ήθος), πρβλ. γυναικο-ήθης].

Greek Monotonic

μητροήθης: -ες (ἦθος), αυτός που έχει τον χαρακτήρα, τις συνήθειες της μητέρας του, σε Ανθ.

Middle Liddell

μητρο-ήθης, ες ἦθος
with a mother's mind, Anth.