μύρωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] τό, die aufgestrichene Salbe; μεμύρωμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν, Ar. Eccl. 1117; Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0222.png Seite 222]] τό, die aufgestrichene Salbe; μεμύρωμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν, Ar. Eccl. 1117; Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''μύρωμα:''' ατος (ῠ) τό благовонная мазь Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[μύρωμα]]) [[μυρώνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μυρώνω]], η [[επάλειψη]] με [[μύρο]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>εκκλ.</b> η [[επάλειψη]] τών βαπτιζομένων με άγιο [[μύρο]] ή η [[σταυροειδής]] [[επίχριση]] του μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο [[έλαιο]] [[κατά]] την [[διάρκεια]] του ευχελαίου ή άλλων τελετών<br /><b>αρχ.</b><br />το [[υγρό]] που χρησιμοποιείται στη [[διαδικασία]] του μυρώματος, το [[μύρο]], το [[χρίσμα]].
|mltxt=το (ΑΜ [[μύρωμα]]) [[μυρώνω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[μυρώνω]], η [[επάλειψη]] με [[μύρο]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) <b>εκκλ.</b> η [[επάλειψη]] τών βαπτιζομένων με άγιο [[μύρο]] ή η [[σταυροειδής]] [[επίχριση]] του μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο [[έλαιο]] [[κατά]] την [[διάρκεια]] του ευχελαίου ή άλλων τελετών<br /><b>αρχ.</b><br />το [[υγρό]] που χρησιμοποιείται στη [[διαδικασία]] του μυρώματος, το [[μύρο]], το [[χρίσμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μύρωμα:''' ατος (ῠ) τό благовонная мазь Arph.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[scented ointment]]
|woodrun=[[scented ointment]]
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρωμα Medium diacritics: μύρωμα Low diacritics: μύρωμα Capitals: ΜΥΡΩΜΑ
Transliteration A: mýrōma Transliteration B: myrōma Transliteration C: myroma Beta Code: mu/rwma

English (LSJ)

ατος, τό, ointment spread for use, Ar.Ec.1117, cf. Eust.1295.20.

German (Pape)

[Seite 222] τό, die aufgestrichene Salbe; μεμύρωμαι τὴν κεφαλὴν μυρώμασιν, Ar. Eccl. 1117; Sp.

Russian (Dvoretsky)

μύρωμα: ατος (ῠ) τό благовонная мазь Arph.

Greek (Liddell-Scott)

μύρωμα: [ῠ], τό, χρησιμεῦον πρὸς μύρωσιν, Ἀλκαῖ. παρ’ Εὐστ. 1295, 20, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1117.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μύρωμα) μυρώνω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μυρώνω, η επάλειψη με μύρο
(νεοελλ.-μσν.) εκκλ. η επάλειψη τών βαπτιζομένων με άγιο μύρο ή η σταυροειδής επίχριση του μετώπου τών χριστιανών με αγιασμένο έλαιο κατά την διάρκεια του ευχελαίου ή άλλων τελετών
αρχ.
το υγρό που χρησιμοποιείται στη διαδικασία του μυρώματος, το μύρο, το χρίσμα.

English (Woodhouse)

scented ointment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)