ναυσικλυτός: Difference between revisions

From LSJ

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><i>c.</i> [[ναυσικλειτός]].<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[κλύω]].
|btext=ός, όν :<br /><i>c.</i> [[ναυσικλειτός]].<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[κλύω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναυσικλῠτός:''' Hom., Pind. = [[ναυσικλειτός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναυσικλῠτός:''' -όν = το προηγ., επίθ. για τους [[Φαίακες]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ναυσικλῠτός:''' -όν = το προηγ., επίθ. για τους [[Φαίακες]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναυσικλῠτός:''' Hom., Pind. = [[ναυσικλειτός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ναυσι-κλῠτός, όν = ναυσῐπέρᾱτος, [[epithet]] of the [[Phaeacians]], Od.]
|mdlsjtxt=ναυσι-κλῠτός, όν = ναυσῐπέρᾱτος, [[epithet]] of the [[Phaeacians]], Od.]
}}
}}

Revision as of 14:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυσικλῠτός Medium diacritics: ναυσικλυτός Low diacritics: ναυσικλυτός Capitals: ΝΑΥΣΙΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: nausiklytós Transliteration B: nausiklytos Transliteration C: nafsiklytos Beta Code: nausikluto/s

English (LSJ)

όν, = ναυσικλειτός (famed for ships, famous by sea), Φαίηκες, Φοίνικες, Od. 7.39, 15.415 ; fem. ναυσικλυτάν Pi. N. 5.9.

German (Pape)

[Seite 232] = Vorigem; Φαίηκες, Od. 7, 39, Φοίνικες, 15, 415; ναυσικλυτάν, Pind. N. 5, 9; sp. D., wie Opp. Hal. 3, 208.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. ναυσικλειτός.
Étymologie: ναῦς, κλύω.

Russian (Dvoretsky)

ναυσικλῠτός: Hom., Pind. = ναυσικλειτός.

Greek (Liddell-Scott)

ναυσικλῠτός: -όν, = τῷ προηγ., ἐπίθ. τῶν Φαιάκων, Ὀδ. Η. 39· τῶν Φοινίκων, Ο. 415· θηλ. ναυσικλυτάν, Πινδ. Ν. 5. 16.

English (Autenrieth)

= ναυσικλειτός, pl., epithet of the Phaeacians and the Phoenicians, Od. 15.415.

English (Slater)

ναυσικλῠτός, -ά, -όν famed for its ships τάν ποτ' εὔανδρόν τε καὶ ναυσικλυτὰν θέσσαντο (Αἴγιναν) (N. 5.9) κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα (I. 9.1)

Greek Monolingual

ναυσικλυτός, -όν (Α)
ναυσικλειτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + κλυτός «ένδοξος»].

Greek Monotonic

ναυσικλῠτός: -όν = το προηγ., επίθ. για τους Φαίακες, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ναυσι-κλῠτός, όν = ναυσῐπέρᾱτος, epithet of the Phaeacians, Od.]