νεώνητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nouvellement acheté.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ὠνέομαι]].
|btext=ος, ον :<br />nouvellement acheté.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ὠνέομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεώνητος:''' [[недавно или только что купленный]] (sc. ὁ [[δοῦλος]] Arph., Luc., Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεώνητος:''' -ον, αυτός που έχει αγοραστεί πρόσφατα, λέγεται για δούλους, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''νεώνητος:''' -ον, αυτός που έχει αγοραστεί πρόσφατα, λέγεται για δούλους, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεώνητος:''' [[недавно или только что купленный]] (sc. ὁ [[δοῦλος]] Arph., Luc., Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=νε-ώνητος, ον,<br />[[newly]] bought, of slaves, Ar.
|mdlsjtxt=νε-ώνητος, ον,<br />[[newly]] bought, of slaves, Ar.
}}
}}

Revision as of 14:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεώνητος Medium diacritics: νεώνητος Low diacritics: νεώνητος Capitals: ΝΕΩΝΗΤΟΣ
Transliteration A: neṓnētos Transliteration B: neōnētos Transliteration C: neonitos Beta Code: new/nhtos

English (LSJ)

ον, newly bought, of slaves, Ar.Eq.2, Timocl.7.2, Ph.2.73, cf. Ar.Pl.769; κύνες Aristo Stoic.1.88; ἀγρός App.BC4.41.

German (Pape)

[Seite 249] neuerdings, eben erst gekauft, Ar. Equ. 2 Plut. 769, von Sklaven, wie Luc. navig. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement acheté.
Étymologie: νέος, ὠνέομαι.

Russian (Dvoretsky)

νεώνητος: недавно или только что купленный (sc. ὁ δοῦλος Arph., Luc., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νεώνητος: -ον, ὁ νεωστὶ ἀγορασθείς, ἐπὶ δούλων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 2, Πλ. 769.

Greek Monolingual

νεώνητος, -ον (Α)
(για δούλους) αυτός που αγοράστηκε πρόσφατα, νεοαγορασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ώνητος (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. αργυρ-ώνητος].

Greek Monotonic

νεώνητος: -ον, αυτός που έχει αγοραστεί πρόσφατα, λέγεται για δούλους, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

νε-ώνητος, ον,
newly bought, of slaves, Ar.