μυριόδους: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> οντος;<br />aux dents énormes.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ὀδούς]]. | |btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> οντος;<br />aux dents énormes.<br />'''Étymologie:''' [[μυρίοι]], [[ὀδούς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῡριόδους:''' 2, gen. όδοντος с огромными зубами ([[ἐλέφας]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μῡριόδους:''' -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ. | |lsmtext='''μῡριόδους:''' -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μῡρι-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,<br />with [[immense]] teeth, Anth. | |mdlsjtxt=μῡρι-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,<br />with [[immense]] teeth, Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:52, 3 October 2022
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ, having immense teeth, ἐλέφας AP9.285 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 219] οντος, mit (unzähligen, auch) unendlich großen Zähnen, ἐλέφας, Philp. 29 (IX, 285).
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. οντος;
aux dents énormes.
Étymologie: μυρίοι, ὀδούς.
Russian (Dvoretsky)
μῡριόδους: 2, gen. όδοντος с огромными зубами (ἐλέφας Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μῡριόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ἀναριθμήτους ὀδόντας, πρίων Ἐκκλ.· ὁ ἔχων πελωρίους ὀδόντας, ἐλέφας Ἀνθ. Π. 9. 285.
Greek Monolingual
μυριόδους, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει αναρίθμητα δόντια (α. «μυριόδους ἐλέφας», Ανθ. Παλ.
β. «τὸν μυριόδοντα πρίονα», Κλήμ. Κωνστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + ὀδούς (πρβλ. λευκ-όδους)].
Greek Monotonic
μῡριόδους: -όδοντος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει αμέτρητα δόντια, σε Ανθ.
Middle Liddell
μῡρι-όδους, -όδοντος, ὁ, ἡ,
with immense teeth, Anth.