οἰωνιστής: Difference between revisions
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui tire des présages du vol <i>ou</i> du cri des oiseaux, augure.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνίζομαι]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui tire des présages du vol <i>ou</i> du cri des oiseaux, augure.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνίζομαι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''οἰωνιστής:''' οῦ ὁ [[птицегадатель]] Hom., Hes. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''οἰωνιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που προλέγει το [[μέλλον]] από το [[πέταγμα]] και τις κραυγές των πουλιών, [[μάντης]], [[οιωνοσκόπος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |lsmtext='''οἰωνιστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που προλέγει το [[μέλλον]] από το [[πέταγμα]] και τις κραυγές των πουλιών, [[μάντης]], [[οιωνοσκόπος]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[οἰωνιστής]], οῦ, ὁ,<br />one who foretells from the [[flight]] and cries of birds, an [[augur]], Il., Hes. | |mdlsjtxt=[[οἰωνιστής]], οῦ, ὁ,<br />one who foretells from the [[flight]] and cries of birds, an [[augur]], Il., Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 3 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who foretells from the flight and cries of birds, Il.2.858, 17.218, Hes.Sc.185; θεοπρόπος οἰ. Il.13.70: in late Prose, Gal.9.833;=Lat. augur, D.H. 10.57, D.C.37.27,al.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui tire des présages du vol ou du cri des oiseaux, augure.
Étymologie: οἰωνίζομαι.
Russian (Dvoretsky)
οἰωνιστής: οῦ ὁ птицегадатель Hom., Hes.
Greek (Liddell-Scott)
οἰωνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ προλέγων τὰ μέλλοντα ἐκ τῆς πτήσεως καὶ τῶν κραυγῶν τῶν πτηνῶν, μάντις, οἰωνοσκόπος, Ἰλ. Β. 858, Ρ. 218, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 185· θεοπρόπος οἰωνιστὴς Ἰλ. Ν. 70.
English (Autenrieth)
(bird) seer; as adj., Il. 13.70.
Greek Monolingual
οἰωνιστής, ὁ (Α) οιωνίζομαι
οιωνοσκόπος.
Greek Monotonic
οἰωνιστής: -οῦ, ὁ, αυτός που προλέγει το μέλλον από το πέταγμα και τις κραυγές των πουλιών, μάντης, οιωνοσκόπος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Middle Liddell
οἰωνιστής, οῦ, ὁ,
one who foretells from the flight and cries of birds, an augur, Il., Hes.