οἰωνοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tue les oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνός]], [[κτείνω]].
|btext=ος, ον :<br />qui tue les oiseaux.<br />'''Étymologie:''' [[οἰωνός]], [[κτείνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''οἰωνοκτόνος:''' убивающий птиц, т. е. губительный для птиц ([[χειμών]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''οἰωνοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που σκοτώνει πουλιά, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''οἰωνοκτόνος:''' -ον ([[κτείνω]]), αυτός που σκοτώνει πουλιά, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''οἰωνοκτόνος:''' убивающий птиц, т. е. губительный для птиц ([[χειμών]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰωνοκτόνος Medium diacritics: οἰωνοκτόνος Low diacritics: οιωνοκτόνος Capitals: ΟΙΩΝΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: oiōnoktónos Transliteration B: oiōnoktonos Transliteration C: oionoktonos Beta Code: oi)wnokto/nos

English (LSJ)

ον, killing birds, χειμών ib.563.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue les oiseaux.
Étymologie: οἰωνός, κτείνω.

Russian (Dvoretsky)

οἰωνοκτόνος: убивающий птиц, т. е. губительный для птиц (χειμών Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰωνοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων πτηνά, χειμὼν Αἰσχύλ. Ἀγ. 563.

Greek Monolingual

οἰωνοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει τα πουλιά («οἰωνοκτόνος χειμών», Αισχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰωνός + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.

Greek Monotonic

οἰωνοκτόνος: -ον (κτείνω), αυτός που σκοτώνει πουλιά, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

οἰωνο-κτόνος, ον, κτείνω
killing birds, Aesch.

English (Woodhouse)

destroying birds

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)