παράμονος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] = Vorigem; καὶ εὔνους [[ὑπηρέτης]], Xen. Mem. 2, 10, 3; Sp.; – poet. παρμονώτερος ἀνθρώποισι [[ὄλβος]], Pind. N. 8, 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0490.png Seite 490]] = Vorigem; καὶ εὔνους [[ὑπηρέτης]], Xen. Mem. 2, 10, 3; Sp.; – poet. παρμονώτερος ἀνθρώποισι [[ὄλβος]], Pind. N. 8, 16.
}}
{{elru
|elrutext='''παράμονος:''' дор. [[πάρμονος]] 2 Pind., Xen., Plut. = [[παραμόνιμος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παράμονος:''' ποιητ. [[πάρμονος]], -ον, = το επόμ., σε Πίνδ.
|lsmtext='''παράμονος:''' ποιητ. [[πάρμονος]], -ον, = το επόμ., σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''παράμονος:''' дор. [[πάρμονος]] 2 Pind., Xen., Plut. = [[παραμόνιμος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παράμονος]], ποετ. [[πάρμονος]], ον, = [[παραμόνιμος]], Pind.]
|mdlsjtxt=[[παράμονος]], ποετ. [[πάρμονος]], ον, = [[παραμόνιμος]], Pind.]
}}
}}

Revision as of 15:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράμονος Medium diacritics: παράμονος Low diacritics: παράμονος Capitals: ΠΑΡΑΜΟΝΟΣ
Transliteration A: parámonos Transliteration B: paramonos Transliteration C: paramonos Beta Code: para/monos

English (LSJ)

poet. πάρμονος, ον, rarer form of foreg. (q.v.), πένθος Plu.2.114f; εὐτυχία Cat.Cod.Astr.8(4).207, cf. Vett.Val.292.30; οἶνος Gp.1.12.32; ὄλβος παρμονώτερος Pi.N.8.17.

German (Pape)

[Seite 490] = Vorigem; καὶ εὔνους ὑπηρέτης, Xen. Mem. 2, 10, 3; Sp.; – poet. παρμονώτερος ἀνθρώποισι ὄλβος, Pind. N. 8, 16.

Russian (Dvoretsky)

παράμονος: дор. πάρμονος 2 Pind., Xen., Plut. = παραμόνιμος.

Greek (Liddell-Scott)

παράμονος: ποιητικ. πάρμονος, ον, σπανιώτερος τύπος τοῦ προηγ. (ὃ ἴδε), πένθος Πλούτ. 2. 114F· οἶνος Γεωπ. 1. 12, 52· ὄλβος παρμονώτερος Πινδ. Ν. 8. 29. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παράμονος· καρτερός».

Greek Monolingual

και ποιητ. τ. πάρμονος, -ον, ΜΑ
παραμόνιμος
μσν.
αυτός που μπορεί να διατηρηθεί («παράμονος οἶνος», Γεωπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + -μονος (< μένω), πρβλ. έμ-μονος, κατά-μονος].

Greek Monotonic

παράμονος: ποιητ. πάρμονος, -ον, = το επόμ., σε Πίνδ.

Middle Liddell

παράμονος, ποετ. πάρμονος, ον, = παραμόνιμος, Pind.]