περιαρτάω: Difference between revisions

From LSJ

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />suspendre autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἀρτάω]].
|btext=-ῶ :<br />suspendre autour.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἀρτάω]].
}}
{{elru
|elrutext='''περιαρτάω:''' [[привешивать кругом]], [[обвешивать]] (τι τῷ τραχήλῳ Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περιαρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αναρτώ]] [[ολόγυρα]] ή πάνω σε [[κάτι]] — Παθ., είμαι κρεμασμένος [[ολόγυρα]] ή πάνω σε, με δοτ., είμαι αναρτημένος, σε Πλούτ.
|lsmtext='''περιαρτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[αναρτώ]] [[ολόγυρα]] ή πάνω σε [[κάτι]] — Παθ., είμαι κρεμασμένος [[ολόγυρα]] ή πάνω σε, με δοτ., είμαι αναρτημένος, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''περιαρτάω:''' [[привешивать кругом]], [[обвешивать]] (τι τῷ τραχήλῳ Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[hang]] [[round]] or on:—Pass. to be hung [[round]], c. dat., Plut.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to [[hang]] [[round]] or on:—Pass. to be hung [[round]], c. dat., Plut.
}}
}}

Revision as of 15:16, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαρτάω Medium diacritics: περιαρτάω Low diacritics: περιαρτάω Capitals: ΠΕΡΙΑΡΤΑΩ
Transliteration A: periartáō Transliteration B: periartaō Transliteration C: periartao Beta Code: periarta/w

English (LSJ)

hang round or on, ἐρινὰ [ταῖς συκαῖς] Poll.1.242; χρυσὸν τοῖς δακτύλοις Max.Tyr.36.2:—Pass., of persons, πήραν περιηρτημένος having it hung round one, S.E.M.2.105; τὸ σύμβολον τῆς εὐγενείας -ηρτημένος τῷ ὑποδήματι Philostr.VS2.1.8; of things, to be hung round, τῷ τραχήλῳ Plu.Per.38, cf. Poll.5.101.

German (Pape)

[Seite 569] ringsumher anhängen, Plut. Pericl. 38.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
suspendre autour.
Étymologie: περί, ἀρτάω.

Russian (Dvoretsky)

περιαρτάω: привешивать кругом, обвешивать (τι τῷ τραχήλῳ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

περιαρτάω: ἀναρτῶ ὁλόγυρα ἢ ἐπί τινος, ἐρινὰ ... ἃ περιαρτῶσι (νῦν προσαρτῶσι) ταῖς συκαῖς Πολυδ. Α΄, 242. - Παθ. ἐπὶ προσώπ., πήραν περιηρτημένος, ἔχων κρεμαμένην, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 2. 105· ἀλλ’ ἐπὶ πραγμάτων κρέμαμαι ὁλόγυρα, τῷ τραχήλῳ Πλουτ. Περικλ. 38.

Greek Monotonic

περιαρτάω: μέλ. -ήσω, αναρτώ ολόγυρα ή πάνω σε κάτι — Παθ., είμαι κρεμασμένος ολόγυρα ή πάνω σε, με δοτ., είμαι αναρτημένος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to hang round or on:—Pass. to be hung round, c. dat., Plut.