πολιώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />grisonnant, qui blanchit.<br />'''Étymologie:''' [[πολιός]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />grisonnant, qui blanchit.<br />'''Étymologie:''' [[πολιός]], -ωδης.
}}
{{elru
|elrutext='''πολιώδης:''' [[седой]], [[седовласый]] ([[ἰατρός]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολιώδης:''' -ες ([[πολιός]], [[εἶδος]]), γκριζόχρωμος, αυτός που αρχίζει να ασπρίζει, σε Λουκ.
|lsmtext='''πολιώδης:''' -ες ([[πολιός]], [[εἶδος]]), γκριζόχρωμος, αυτός που αρχίζει να ασπρίζει, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολιώδης:''' [[седой]], [[седовласый]] ([[ἰατρός]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολι-ώδης, ες [[πολιός]], [[εἶδος]]<br />grayish, whitish, Luc.
|mdlsjtxt=πολι-ώδης, ες [[πολιός]], [[εἶδος]]<br />grayish, whitish, Luc.
}}
}}

Revision as of 15:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιώδης Medium diacritics: πολιώδης Low diacritics: πολιώδης Capitals: ΠΟΛΙΩΔΗΣ
Transliteration A: poliṓdēs Transliteration B: poliōdēs Transliteration C: poliodis Beta Code: poliw/dhs

English (LSJ)

ες, greyish, whitish, Alex.Aphr.Pr.1.8, dub. l. in Luc. Alex.60.

German (Pape)

[Seite 657] ες, graulich, weißlich, Luc. Alex. 60.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
grisonnant, qui blanchit.
Étymologie: πολιός, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

πολιώδης: седой, седовласый (ἰατρός Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

πολιώδης: -ες, (πολιός, εἶδος) ἐπὶ ἀνδρός, ὁ κλίνων πρὸς τὸ πολιόν, ἀρχίζων νὰ ἀσπρίζῃ, Λουκ. Ἀλέξ. 60.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α πολιός
αυτός που αρχίζει να γίνεται πολιός, που αρχίζει να ασπρίζει.

Greek Monotonic

πολιώδης: -ες (πολιός, εἶδος), γκριζόχρωμος, αυτός που αρχίζει να ασπρίζει, σε Λουκ.

Middle Liddell

πολι-ώδης, ες πολιός, εἶδος
grayish, whitish, Luc.