πρέμνοθεν: Difference between revisions

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=pre/mnoqen
|Beta Code=pre/mnoqen
|Definition=or πρεμν-όθεν, Adv. [[from the stump]], i. e. [[utterly]], cj. for [[πρυμνόθεν]], <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span> 71</span>, <span class="bibl">1061</span> (anap.); [[from the bottom]], cj. in <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>35</span>.
|Definition=or πρεμν-όθεν, Adv. [[from the stump]], i. e. [[utterly]], cj. for [[πρυμνόθεν]], <span class="bibl">A. <span class="title">Th.</span> 71</span>, <span class="bibl">1061</span> (anap.); [[from the bottom]], cj. in <span class="bibl">Call.<span class="title">Del.</span>35</span>.
}}
{{elru
|elrutext='''πρέμνοθεν:''' adv. до основания ([[πόλις]] π. [[πανώλεθρος]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[πρυμνόθεν]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρέμνοθεν:''' επίρρ., από τον κορμό, δηλ. από τη [[ρίζα]] και τα κλαριά, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πρέμνοθεν:''' επίρρ., από τον κορμό, δηλ. από τη [[ρίζα]] και τα κλαριά, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''πρέμνοθεν:''' adv. до основания ([[πόλις]] π. [[πανώλεθρος]] Aesch. - [[varia lectio|v.l.]] [[πρυμνόθεν]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />from the [[stump]], i. e. [[root]] and [[branch]], [[utterly]], Aesch. [from [[πρέμνον]]
|mdlsjtxt=<br />from the [[stump]], i. e. [[root]] and [[branch]], [[utterly]], Aesch. [from [[πρέμνον]]
}}
}}

Revision as of 15:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρέμνοθεν Medium diacritics: πρέμνοθεν Low diacritics: πρέμνοθεν Capitals: ΠΡΕΜΝΟΘΕΝ
Transliteration A: prémnothen Transliteration B: premnothen Transliteration C: premnothen Beta Code: pre/mnoqen

English (LSJ)

or πρεμν-όθεν, Adv. from the stump, i. e. utterly, cj. for πρυμνόθεν, A. Th. 71, 1061 (anap.); from the bottom, cj. in Call.Del.35.

Russian (Dvoretsky)

πρέμνοθεν: adv. до основания (πόλις π. πανώλεθρος Aesch. - v.l. πρυμνόθεν).

Greek (Liddell-Scott)

πρέμνοθεν: Ἐπίρρ. ἐκ τοῦ πρέμνου, ἀπὸ τοῦ κατωτάτου τοῦ κορμοῦ, ἐκ ῥίζης, δηλ. ὁλοσχερῶς, ἐντελῶς· ἡ γραφὴ αὕτη ἐγένετο γενικῶς δεκτὴ ἐν Αἰσχύλ. Θήβ. 71. 1056, ἀντὶ τῆς τῶν Ἀντιγράφων πρύμνοθεν.

Greek Monolingual

και πρεμνόθεν Α
επίρρ.
1. από το κατώτερο μέρος του κορμού, από τη ρίζα
2. ολοσχερώς, ολοκληρωτικά, εντελώς
3. από τον πάτο, από το βάθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρέμνον + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. πλευρό-θεν)].

Greek Monotonic

πρέμνοθεν: επίρρ., από τον κορμό, δηλ. από τη ρίζα και τα κλαριά, ολοσχερώς, συθέμελα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell


from the stump, i. e. root and branch, utterly, Aesch. [from πρέμνον