προσέλασις: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de s'avancer vers.<br />'''Étymologie:''' [[προσελαύνω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />action de s'avancer vers.<br />'''Étymologie:''' [[προσελαύνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''προσέλᾰσις:''' εως ἡ [[прибытие]] (τῶν ὄνων Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[προσελαύνω]]<br /><b>1.</b> το να οδηγεί [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («[[προσέλασις]] τῶν ὄνων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίθεση]], [[έφοδος]] («[[προσέλασις]] τῶν κοντοφόρων», Δίων Κάσσ.).
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [[προσελαύνω]]<br /><b>1.</b> το να οδηγεί [[κανείς]] κάποιον ή [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]] («[[προσέλασις]] τῶν ὄνων», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[επίθεση]], [[έφοδος]] («[[προσέλασις]] τῶν κοντοφόρων», Δίων Κάσσ.).
}}
{{elru
|elrutext='''προσέλᾰσις:''' εως ἡ [[прибытие]] (τῶν ὄνων Plut.).
}}
}}

Revision as of 15:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσέλᾰσις Medium diacritics: προσέλασις Low diacritics: προσέλασις Capitals: ΠΡΟΣΕΛΑΣΙΣ
Transliteration A: prosélasis Transliteration B: proselasis Transliteration C: proselasis Beta Code: prose/lasis

English (LSJ)

εως, ἡ, A driving up, τῶν ὄνων Plu.2.866c. II assault, τῶν κοντοφόρων D.C.40.22.

German (Pape)

[Seite 758] ἡ, das Hinzu-, Herangehen, -fahren u. dgl., Ankunft, Angriff; D. Cass. 40, 22; Plut.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de s'avancer vers.
Étymologie: προσελαύνω.

Russian (Dvoretsky)

προσέλᾰσις: εως ἡ прибытие (τῶν ὄνων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

προσέλᾰσις: ἡ, τὸ ἐλαύνειν πρὸς τὰ ἐμπρός, τῶν ὄνων Πλούτ. 2. 866C. ΙΙ. ἐπίθεσις, ἔφοδος, τῶν κοντοφόρων Δίων Κ. 40. 22.

Greek Monolingual

-άσεως, ἡ, Α προσελαύνω
1. το να οδηγεί κανείς κάποιον ή κάτι προς τα εμπρόςπροσέλασις τῶν ὄνων», Πλούτ.)
2. επίθεση, έφοδοςπροσέλασις τῶν κοντοφόρων», Δίων Κάσσ.).