πολύσκαλμος: Difference between revisions

From LSJ

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux nombreuses rames.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σκαλμός]].
|btext=ος, ον :<br />aux nombreuses rames.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σκαλμός]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολύσκαλμος:''' [[многовесельный]] ([[ναυτιλία]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύσκαλμος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] [[κουπιά]], σε Ανθ.
|lsmtext='''πολύσκαλμος:''' -ον, αυτός που έχει [[πολλά]] [[κουπιά]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύσκαλμος:''' [[многовесельный]] ([[ναυτιλία]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύσκαλμος]], ον,<br />[[many]]-[[oared]], Anth.
|mdlsjtxt=[[πολύσκαλμος]], ον,<br />[[many]]-[[oared]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσκαλμος Medium diacritics: πολύσκαλμος Low diacritics: πολύσκαλμος Capitals: ΠΟΛΥΣΚΑΛΜΟΣ
Transliteration A: polýskalmos Transliteration B: polyskalmos Transliteration C: polyskalmos Beta Code: polu/skalmos

English (LSJ)

ον, many-oared, AP7.295.

German (Pape)

[Seite 673] vielruderig, ναυτιλία, Leonid. Tar. 91 (VII, 295).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux nombreuses rames.
Étymologie: πολύς, σκαλμός.

Russian (Dvoretsky)

πολύσκαλμος: многовесельный (ναυτιλία Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύσκαλμος: -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς σκαλμούς, πολύκωπος, Ἀνθ. Π. 7. 295.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πλοίο) αυτός που έχει πολλούς σκαλμούς
2. (κατ' επέκτ.) αυτός που έχει πολλά κουπιά, πολύκωπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σκαλμός.

Greek Monotonic

πολύσκαλμος: -ον, αυτός που έχει πολλά κουπιά, σε Ανθ.

Middle Liddell

πολύσκαλμος, ον,
many-oared, Anth.