πυραμοειδής: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0820.png Seite 820]] ές, Pyramiden ähnlich, Arr. An. 5, 7, 8, πλέγματα.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0820.png Seite 820]] ές, Pyramiden ähnlich, Arr. An. 5, 7, 8, πλέγματα.
}}
{{elru
|elrutext='''πῡρᾰμοειδής:''' [[пирамидальный]] (κεφαλὴ φυτῶν Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />ο όμοιος ως [[προς]] το [[σχήμα]] με [[πυραμίδα]], [[πυραμιδοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[σχηματισμός]] σε [[σχήμα]] πυραμίδας (α. «πυραμοειδές [[οστό]]» β. «[[πυραμοειδής]] μυς της κοιλίας» γ. «[[πυραμοειδής]] μυς του αφτιού» δ. «[[πυραμοειδής]] μυς της [[μύτης]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει προέλθει από το επίθ. [[πυραμιδοειδής]] με [[απλολογία]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφορεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιφορεύς]])].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />ο όμοιος ως [[προς]] το [[σχήμα]] με [[πυραμίδα]], [[πυραμιδοειδής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ανατ.</b> [[σχηματισμός]] σε [[σχήμα]] πυραμίδας (α. «πυραμοειδές [[οστό]]» β. «[[πυραμοειδής]] μυς της κοιλίας» γ. «[[πυραμοειδής]] μυς του αφτιού» δ. «[[πυραμοειδής]] μυς της [[μύτης]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. έχει προέλθει από το επίθ. [[πυραμιδοειδής]] με [[απλολογία]] (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφορεύς]] <span style="color: red;"><</span> [[ἀμφιφορεύς]])].
}}
{{elru
|elrutext='''πῡρᾰμοειδής:''' [[пирамидальный]] (κεφαλὴ φυτῶν Arst.).
}}
}}

Revision as of 15:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρᾰμοειδής Medium diacritics: πυραμοειδής Low diacritics: πυραμοειδής Capitals: ΠΥΡΑΜΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pyramoeidḗs Transliteration B: pyramoeidēs Transliteration C: pyramoeidis Beta Code: puramoeidh/s

English (LSJ)

ές, pyramidal, Thphr.Ign.52; σχῆμα Ph.1.11, cf. Arr.An.5.7.3; τὸ π. S.E.M.10.280; of the human heart, Corp.Herm. 5.6.

German (Pape)

[Seite 820] ές, Pyramiden ähnlich, Arr. An. 5, 7, 8, πλέγματα.

Russian (Dvoretsky)

πῡρᾰμοειδής: пирамидальный (κεφαλὴ φυτῶν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

πῡρᾰμοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς πυραμίδα, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 7, 9, Ἀρρ. Ἀνάβ. 5. 7, 8· τὸ πυραμοειδὲς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 280.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
ο όμοιος ως προς το σχήμα με πυραμίδα, πυραμιδοειδής
νεοελλ.
ανατ. σχηματισμός σε σχήμα πυραμίδας (α. «πυραμοειδές οστό» β. «πυραμοειδής μυς της κοιλίας» γ. «πυραμοειδής μυς του αφτιού» δ. «πυραμοειδής μυς της μύτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει από το επίθ. πυραμιδοειδής με απλολογία (πρβλ. ἀμφορεύς < ἀμφιφορεύς)].