σιτοπώλης: Difference between revisions

From LSJ

νίψον ἀνομήματα, μὴ μόναν ὄψιν → wash the sins, not only the face | wash my transgressions, not only my face

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />marchand de blé, de céréales.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[πωλέω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />marchand de blé, de céréales.<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]], [[πωλέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτοπώλης:''' ου ὁ хлеботорговец Lys.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. τ. [[σιτόπωλις]] -ώλιδος, Α<br />αυτός που πουλάει [[σιτάρι]], [[σιτέμπορος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[σιτόπωλις]] [[ἀγορά]]» — [[αγορά]] όπου πωλείται [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ, και θηλ. τ. [[σιτόπωλις]] -ώλιδος, Α<br />αυτός που πουλάει [[σιτάρι]], [[σιτέμπορος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως επίθ.</b> <b>φρ.</b> «[[σιτόπωλις]] [[ἀγορά]]» — [[αγορά]] όπου πωλείται [[σιτάρι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σῖτος]] <span style="color: red;">+</span> -[[πώλης]]].
}}
{{elru
|elrutext='''σῑτοπώλης:''' ου ὁ хлеботорговец Lys.
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῑτοπώλης Medium diacritics: σιτοπώλης Low diacritics: σιτοπώλης Capitals: ΣΙΤΟΠΩΛΗΣ
Transliteration A: sitopṓlēs Transliteration B: sitopōlēs Transliteration C: sitopolis Beta Code: sitopw/lhs

English (LSJ)

ου, ὁ, corn-merchant, corn-factor, κατὰ τῶν σ., title of Lys.22, cf. Arist.HA578a1 (v.l. -πώλους), SIG589.62 (Magn. Mae., ii B.C.): fem. Adj. σῑτοπώλ-πωλις, ιδος, ἀγορά BMus.Inscr.413.6 (Priene).

German (Pape)

[Seite 886] ὁ, Getreideverkäufer, Getreidehändler, vgl. Lys. or. 22, die gegen sie gehalten ist.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
marchand de blé, de céréales.
Étymologie: σῖτος, πωλέω.

Russian (Dvoretsky)

σῑτοπώλης: ου ὁ хлеботорговец Lys.

Greek (Liddell-Scott)

σῑτοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν σῖτον, ἔμπορος σίτου, Λυσ. Λόγ. 22 (κατὰ τῶν Σιτοπωλῶν), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 24, 3 (ἔνθα ὁ Βεκκῆρ.-πώλους).

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και θηλ. τ. σιτόπωλις -ώλιδος, Α
αυτός που πουλάει σιτάρι, σιτέμπορος
αρχ.
το θηλ. ως επίθ. φρ. «σιτόπωλις ἀγορά» — αγορά όπου πωλείται σιτάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + -πώλης].