πτωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0812.png Seite 812]] einen Casus betreffend, zum Casus gehörig, Gramm.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0812.png Seite 812]] einen Casus betreffend, zum Casus gehörig, Gramm.
}}
{{elru
|elrutext='''πτωτικός:''' [[πτῶσις]] 3] грам. флектируемый, падежный Sext., Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[πτωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πτωτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πτώση]] ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «[[πτωτικός]] [[τύπος]]» β. «ὄνομά ἐστι [[μέρος]] λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει την [[τάση]] να πέφτει ή να πέσει («το [[δολάριο]] συνέχισε την πτωτική του [[πορεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πτωτικὸν</i><br />ειδική [[περίπτωση]] ενός προβλήματος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πτωτικά</i><br />τα [[τέσσερα]] ονοματικά μέρη του λόγου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πτωτικὸν [[σχῆμα]]»<br /><b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο δύο ή και περισσότερες πτώσεις του ίδιου ονόματος ακολουθούν η μία [[μετά]] την [[άλλη]].
|mltxt=-ή, -ό / [[πτωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[πτωτός]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πτώση]] ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «[[πτωτικός]] [[τύπος]]» β. «ὄνομά ἐστι [[μέρος]] λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει την [[τάση]] να πέφτει ή να πέσει («το [[δολάριο]] συνέχισε την πτωτική του [[πορεία]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πτωτικὸν</i><br />ειδική [[περίπτωση]] ενός προβλήματος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πτωτικά</i><br />τα [[τέσσερα]] ονοματικά μέρη του λόγου<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «πτωτικὸν [[σχῆμα]]»<br /><b>(ρητ.)</b> [[σχήμα]] [[κατά]] το οποίο δύο ή και περισσότερες πτώσεις του ίδιου ονόματος ακολουθούν η μία [[μετά]] την [[άλλη]].
}}
{{elru
|elrutext='''πτωτικός:''' [[πτῶσις]] 3] грам. флектируемый, падежный Sext., Diog. L.
}}
}}

Revision as of 15:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτωτικός Medium diacritics: πτωτικός Low diacritics: πτωτικός Capitals: ΠΤΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ptōtikós Transliteration B: ptōtikos Transliteration C: ptotikos Beta Code: ptwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (πτῶσις) A capable of inflection, ἄρθρον ἐστὶ στοιχεῖον λόγου π. Diog.Bab.Stoic.3.214; ὄνομά ἐστι μέρος λόγου π. D.T.634.11, cf. A.D.Pron.9.5, al.; τὸ π. τὸ Σωκράτης" the case-form Σ., S.E.M.8.84; connected with cases, π. σχῆμα, when several cases of the same Noun follow one another, Simp.in Cat.359.9. Adv. -κῶς, ἀντωνυμίαι κάτωθεν μὲν π. κινοῦνται ἄνωθεν δὲ προσωπικῶς Choerob.in Theod.2.418 H. 2 Math., πτωτικόν, τό, special case of a problem, Papp.850.19, al.

German (Pape)

[Seite 812] einen Casus betreffend, zum Casus gehörig, Gramm.

Russian (Dvoretsky)

πτωτικός: πτῶσις 3] грам. флектируемый, падежный Sext., Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πτωτικός: -ή, -όν, (πτῶσις) ὁ ἀνήκων εἰς πτῶσιν, κλιτός, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 84, Διογ. Δ. 7. 58· πτ. σχῆμα, ὅταν πτώσεις τοῦ αὐτοῦ ὀνόματος ἀκολουθῶσιν ἀλλήλαις, ὡς π.χ. «μή με Δημοσθένει παραδῷτε, μή με διὰ Δημοσθένη ἀνέλητε» Ρήτορες (Walz) 5. 451.

Greek Monolingual

-ή, -ό / πτωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πτωτός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πτώση ή στις πτώσεις τών κλινομένων ονομάτων (α. «πτωτικός τύπος» β. «ὄνομά ἐστι μέρος λόγου πτωτικόν», Δίον. Θρ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει την τάση να πέφτει ή να πέσει («το δολάριο συνέχισε την πτωτική του πορεία»)
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτωτικὸν
ειδική περίπτωση ενός προβλήματος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πτωτικά
τα τέσσερα ονοματικά μέρη του λόγου
3. φρ. «πτωτικὸν σχῆμα»
(ρητ.) σχήμα κατά το οποίο δύο ή και περισσότερες πτώσεις του ίδιου ονόματος ακολουθούν η μία μετά την άλλη.