συμπεριτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0986.png Seite 986]] (s. [[τρέπω]]), mit od. zugleich umkehren, umstoßen, S. Emp. pyrrh. 2, 188, oft.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0986.png Seite 986]] (s. [[τρέπω]]), mit od. zugleich umkehren, umstoßen, S. Emp. pyrrh. 2, 188, oft.
}}
{{elru
|elrutext='''συμπεριτρέπω:''' [[вместе или одновременно опрокидывать]] (ἑαυτόν τινι Sext.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανατρέπω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπεριτρέπομαι</i><br />(για τα φύλλα του ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε [[σχέση]] με [[κάτι]] («τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[περιτρέπω]] «[[ανατρέπω]], [[αναποδογυρίζω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[ανατρέπω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συμπεριτρέπομαι</i><br />(για τα φύλλα του ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε [[σχέση]] με [[κάτι]] («τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[περιτρέπω]] «[[ανατρέπω]], [[αναποδογυρίζω]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''συμπεριτρέπω:''' [[вместе или одновременно опрокидывать]] (ἑαυτόν τινι Sext.).
}}
}}

Revision as of 15:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριτρέπω Medium diacritics: συμπεριτρέπω Low diacritics: συμπεριτρέπω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΤΡΕΠΩ
Transliteration A: symperitrépō Transliteration B: symperitrepō Transliteration C: symperitrepo Beta Code: sumperitre/pw

English (LSJ)

overthrow together with, ἑαυτήν τισι S.E.P. 2.188, cf. 193 (Pass.):—Pass. also, of leaves of heliotrope, τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει Dsc.4.190 (v.l.-φερ-).

German (Pape)

[Seite 986] (s. τρέπω), mit od. zugleich umkehren, umstoßen, S. Emp. pyrrh. 2, 188, oft.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριτρέπω: вместе или одновременно опрокидывать (ἑαυτόν τινι Sext.).

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριτρέπω: περιτρέπω, καταρρίπτω, ἀνατρέπω ὁμοῦ μετά τινος, ἑαυτὴν ἐκείνοις συμπεριτρέπει Σέξτ. Ἐμπ, π. Π. 2. 188, πρβλ. 193, κτλ.

Greek Monolingual

Α
1. ανατρέπω κάτι μαζί με άλλους
2. παθ. συμπεριτρέπομαι
(για τα φύλλα του ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε σχέση με κάτι («τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιτρέπω «ανατρέπω, αναποδογυρίζω»].