συμμεταπίπτω: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> déchoir <i>ou</i> dégénérer avec, τινι;<br /><b>2</b> tomber d'accord avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταπίπτω]].
|btext=<b>1</b> déchoir <i>ou</i> dégénérer avec, τινι;<br /><b>2</b> tomber d'accord avec.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[μεταπίπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμμεταπίπτω:''' [[одновременно претерпевать изменения]], [[соответственно меняться]] (τινί Aesch., Arst., Anth.): σ. ταῖς χρείαις Plut. меняться в зависимости от потребностей.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμμεταπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], μεταβάλλομαι, μετασχηματίζομαι, [[αλλάζω]] από κοινού με άλλους, με δοτ., σε Αισχίν.
|lsmtext='''συμμεταπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], μεταβάλλομαι, μετασχηματίζομαι, [[αλλάζω]] από κοινού με άλλους, με δοτ., σε Αισχίν.
}}
{{elru
|elrutext='''συμμεταπίπτω:''' [[одновременно претерпевать изменения]], [[соответственно меняться]] (τινί Aesch., Arst., Anth.): σ. ταῖς χρείαις Plut. меняться в зависимости от потребностей.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[πεσοῦμαι]]<br />to [[change]] [[along]] with others, c. dat., Aeschin.
|mdlsjtxt=fut. -[[πεσοῦμαι]]<br />to [[change]] [[along]] with others, c. dat., Aeschin.
}}
}}

Revision as of 15:50, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμεταπίπτω Medium diacritics: συμμεταπίπτω Low diacritics: συμμεταπίπτω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΑΠΙΠΤΩ
Transliteration A: symmetapíptō Transliteration B: symmetapiptō Transliteration C: symmetapipto Beta Code: summetapi/ptw

English (LSJ)

change along with, τοῖς αὐτομολοῦσιν Aeschin.3.75; τῷ συμφέροντι Arist.MM1209b16, cf. Gal.17(2).569, 18(2).203; τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ AP9.584.14.

German (Pape)

[Seite 981] (s. πίπτω), mit umfallen, umschlagen, sich ändern, τινί, Pol. 9, 23, 8.

French (Bailly abrégé)

1 déchoir ou dégénérer avec, τινι;
2 tomber d'accord avec.
Étymologie: σύν, μεταπίπτω.

Russian (Dvoretsky)

συμμεταπίπτω: одновременно претерпевать изменения, соответственно меняться (τινί Aesch., Arst., Anth.): σ. ταῖς χρείαις Plut. меняться в зависимости от потребностей.

Greek (Liddell-Scott)

συμμεταπίπτω: ὁμοῦ μεταπίπτω, συμμεταβάλλομαι, τοῖς αὐτομολοῦσιν Αἰσχίν. 64. 22· τῷ συμφέροντι Ἀριστ. Μεγ. Ἠθ. 2. 11, 18· τῷ μεταβαλλομένῳ συμμετέπιπτε θρόῳ Ἀνθ. Π. 9. 584, 14.

Greek Monolingual

Α
μεταβάλλομαι μαζί με κάποιον ή με κάτι άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + μεταπίπτω «μεταβάλλομαι, αλλοιώνομαι»].

Greek Monotonic

συμμεταπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, μεταβάλλομαι, μετασχηματίζομαι, αλλάζω από κοινού με άλλους, με δοτ., σε Αισχίν.

Middle Liddell

fut. -πεσοῦμαι
to change along with others, c. dat., Aeschin.