σχολάρχης: Difference between revisions

From LSJ

Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau

Menander, Monostichoi, 83
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1058.png Seite 1058]] ὁ, Vorsteher einer Schule.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1058.png Seite 1058]] ὁ, Vorsteher einer Schule.
}}
{{elru
|elrutext='''σχολάρχης:''' ου ὁ глава школы Diog. L.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ, και σκολάρχης Ν<br />[[αρχηγός]] ή [[ιδρυτής]] καλλιτεχνικής, φιλοσοφικής ή άλλης σχολής<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διευθυντής]] σχολαρχείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]])].
|mltxt=ο, ΝΑ, και σκολάρχης Ν<br />[[αρχηγός]] ή [[ιδρυτής]] καλλιτεχνικής, φιλοσοφικής ή άλλης σχολής<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[διευθυντής]] σχολαρχείου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχολή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άρχης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''σχολάρχης:''' ου ὁ глава школы Diog. L.
}}
}}

Revision as of 15:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολάρχης Medium diacritics: σχολάρχης Low diacritics: σχολάρχης Capitals: ΣΧΟΛΑΡΧΗΣ
Transliteration A: scholárchēs Transliteration B: scholarchēs Transliteration C: scholarchis Beta Code: sxola/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, head of a school, Id.5.2, PRyl.397.3 (iii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1058] ὁ, Vorsteher einer Schule.

Russian (Dvoretsky)

σχολάρχης: ου ὁ глава школы Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

σχολάρχης: -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς σχολῆς, σχολάρχης ἐγένετο τῆς ἐν Ἀκαδημείᾳ σχολῆς Ξενοκράτης Διογ. Λ. 5. 2· - σχολαρχέω, ὁ αὐτ. 8. 1.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ, και σκολάρχης Ν
αρχηγός ή ιδρυτής καλλιτεχνικής, φιλοσοφικής ή άλλης σχολής
νεοελλ.
διευθυντής σχολαρχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή + -άρχης (< ἄρχω)].