σωματώδης: Difference between revisions
Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] ες, = [[σωματοειδής]], Ath. II, 42 a; Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1060.png Seite 1060]] ες, = [[σωματοειδής]], Ath. II, 42 a; Theophr. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σωμᾰτώδης:''' Arst. = [[σωματοειδής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες / [[σωματώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σώμα]], <i>σώματος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εύσωμος]], αυτός που έχει ανεπτυγμένο, ογκώδες [[σώμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />πηγμένος, στερεοποιημένος, [[στερεός]] («πᾱν δὲ [[γάλα]] ἔχει ἰχῶρα ὑδατώδη, ὃ καλεῑται ὀρὸς καὶ σωματῶδες, ὃ καλεῑται [[τυρός]]», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματωδῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τρόπο σωματώδη, με [[στερεοποίηση]], με [[πήξη]]. | |mltxt=-ες / [[σωματώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[σώμα]], <i>σώματος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εύσωμος]], αυτός που έχει ανεπτυγμένο, ογκώδες [[σώμα]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />πηγμένος, στερεοποιημένος, [[στερεός]] («πᾱν δὲ [[γάλα]] ἔχει ἰχῶρα ὑδατώδη, ὃ καλεῑται ὀρὸς καὶ σωματῶδες, ὃ καλεῑται [[τυρός]]», <b>Αριστοτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>σωματωδῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τρόπο σωματώδη, με [[στερεοποίηση]], με [[πήξη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:55, 3 October 2022
English (LSJ)
ες, = σωματοειδής 1, Arist.HA521b27; τὰ σ. Id.GA737a35, al.: Comp. and Sup. -έστερος, -έστατος, Id.Pr.863b9, PA647a20.
German (Pape)
[Seite 1060] ες, = σωματοειδής, Ath. II, 42 a; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
σωμᾰτώδης: Arst. = σωματοειδής.
Greek (Liddell-Scott)
σωμᾰτώδης: -ες, = σωματοειδής, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 20. 6· τὰ σωματώδη ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Γεν. 2. 3. 19, κ. ἀλλ. - Συγκρ. καὶ ὑπερθετ. -έστερος, -έστατος, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 1. 37, 2, περὶ Ζ. Μορ. 2. 1, 17.
Greek Monolingual
-ες / σωματώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σώμα, σώματος]]
νεοελλ.
εύσωμος, αυτός που έχει ανεπτυγμένο, ογκώδες σώμα
μσν.-αρχ.
πηγμένος, στερεοποιημένος, στερεός («πᾱν δὲ γάλα ἔχει ἰχῶρα ὑδατώδη, ὃ καλεῑται ὀρὸς καὶ σωματῶδες, ὃ καλεῑται τυρός», Αριστοτ.).
επίρρ...
σωματωδῶς Μ
κατά τρόπο σωματώδη, με στερεοποίηση, με πήξη.