τερπικέραυνος: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime la foudre, <i>ou mieux</i> qui lance la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[τέρπω]] <i>ou</i> [[τρέπω]], [[κεραυνός]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime la foudre, <i>ou mieux</i> qui lance la foudre.<br />'''Étymologie:''' [[τέρπω]] <i>ou</i> [[τρέπω]], [[κεραυνός]].
}}
{{elru
|elrutext='''τερπῐκέραυνος:''' [[радостно мечущий молнии]] (эпитет Зевса) Hom., Hes.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τερπῐκέραυνος:''' -ον, αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τους κεραυνούς, επίθ. του [[Δία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
|lsmtext='''τερπῐκέραυνος:''' -ον, αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τους κεραυνούς, επίθ. του [[Δία]], σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''τερπῐκέραυνος:''' [[радостно мечущий молнии]] (эпитет Зевса) Hom., Hes.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τερπῐ-κέραυνος, ον,<br />delighting in [[thunder]], Il., Hes.
|mdlsjtxt=τερπῐ-κέραυνος, ον,<br />delighting in [[thunder]], Il., Hes.
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερπῐκέραυνος Medium diacritics: τερπικέραυνος Low diacritics: τερπικέραυνος Capitals: ΤΕΡΠΙΚΕΡΑΥΝΟΣ
Transliteration A: terpikéraunos Transliteration B: terpikeraunos Transliteration C: terpikeravnos Beta Code: terpike/raunos

English (LSJ)

ον, delighting in thunder, epithet of Zeus, Il.1.419, al., Hes.Op.52.

German (Pape)

[Seite 1094] donnerfroh, der sich an Donner u. Blitz erfreut, Zeus, Hom. oft u. Hes.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la foudre, ou mieux qui lance la foudre.
Étymologie: τέρπω ou τρέπω, κεραυνός.

Russian (Dvoretsky)

τερπῐκέραυνος: радостно мечущий молнии (эпитет Зевса) Hom., Hes.

Greek (Liddell-Scott)

τερπῐκέραυνος: -ον, ὁ τερπόμενος ἐπὶ τῷ κεραυνῷ, ἐπίθετον τοῦ Διὸς, Ἰλ. Α. 419, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 52.

English (Autenrieth)

delighting in thunder, epithet of Zeus.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία του Διός) αυτός που χαίρεται με τον κεραυνό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τερπι- του τέρπω + κεραυνός (για τη μορφή του α΄ συνθετικού βλ. λ. τέρπω)].

Greek Monotonic

τερπῐκέραυνος: -ον, αυτός που τέρπεται, που ευχαριστιέται με τους κεραυνούς, επίθ. του Δία, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.

Middle Liddell

τερπῐ-κέραυνος, ον,
delighting in thunder, Il., Hes.