ταχυπειθής: Difference between revisions

From LSJ

τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν → what is its chance of being saved

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> facile à persuader, crédule;<br /><b>2</b> docile.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]], [[πείθω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> facile à persuader, crédule;<br /><b>2</b> docile.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]], [[πείθω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰχῠπειθής:''' [[легко убеждаемый]], [[сговорчивый]], [[доверчивый]] Theocr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τᾰχῠπειθής:''' -ές, αυτός που πείθεται [[γρήγορα]], [[εύπιστος]], σε Θεόκρ.
|lsmtext='''τᾰχῠπειθής:''' -ές, αυτός που πείθεται [[γρήγορα]], [[εύπιστος]], σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τᾰχῠπειθής:''' [[легко убеждаемый]], [[сговорчивый]], [[доверчивый]] Theocr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τᾰχῠ-πειθής, ές<br />[[soon]] persuaded, [[credulous]], Theocr.
|mdlsjtxt=τᾰχῠ-πειθής, ές<br />[[soon]] persuaded, [[credulous]], Theocr.
}}
}}

Revision as of 16:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τᾰχῠπειθής Medium diacritics: ταχυπειθής Low diacritics: ταχυπειθής Capitals: ΤΑΧΥΠΕΙΘΗΣ
Transliteration A: tachypeithḗs Transliteration B: tachypeithēs Transliteration C: tachypeithis Beta Code: taxupeiqh/s

English (LSJ)

ές, A soon persuaded, credulous, Theoc.2.138, 7.38, Nonn.D.22.79. II obeying quickly or obeying easily, ἀνέμων ῥιπή Tryph. 528.

German (Pape)

[Seite 1076] ές, schnell od. leicht überredet, leichtgläubig, Theocr. 2, 138. 7, 38; – schnell, leicht gehorchend.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 facile à persuader, crédule;
2 docile.
Étymologie: ταχύς, πείθω.

Russian (Dvoretsky)

τᾰχῠπειθής: легко убеждаемый, сговорчивый, доверчивый Theocr.

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠπειθής: -ές, ὁ ταχέως πειθόμενος, εὔπιστος, Θεόκρ. 2. 138., 7. 38. ΙΙ. ὁ ταχέως ἢ εὐκόλως ὑπακούων, Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ-. 528.

Greek Monolingual

-ές, ΜΑ
εύπιστος («ἐγὼ δέ τις οὐ ταχυπειθής», Θεόφρ.)
αρχ.
αυτός που υπακούει εύκολα ή γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -πειθής (< πείθω), πρβλ. εὐ-πειθής].

Greek Monotonic

τᾰχῠπειθής: -ές, αυτός που πείθεται γρήγορα, εύπιστος, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

τᾰχῠ-πειθής, ές
soon persuaded, credulous, Theocr.