τελωνιάς: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de fermier général ; [[μᾶζα]] ANTH pâte <i>ou</i> mets digne d'un publicain, <i>càd</i> délicat, recherché.<br />'''Étymologie:''' [[τελώνης]].
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br />de fermier général ; [[μᾶζα]] ANTH pâte <i>ou</i> mets digne d'un publicain, <i>càd</i> délicat, recherché.<br />'''Étymologie:''' [[τελώνης]].
}}
{{elru
|elrutext='''τελωνιάς:''' άδος (ᾱδ) adj. f откупщическая, т. е. богатая, роскошная ([[μᾶζα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τελωνιάς:''' -[[άδος]], ἡ, αυτή που αφορά σε [[τέλη]] ή φόρους, [[μᾶζα]] [[τελωνιάς]], η πλούσια [[ζωή]] των τελώνων, σε Ανθ.
|lsmtext='''τελωνιάς:''' -[[άδος]], ἡ, αυτή που αφορά σε [[τέλη]] ή φόρους, [[μᾶζα]] [[τελωνιάς]], η πλούσια [[ζωή]] των τελώνων, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τελωνιάς:''' άδος (ᾱδ) adj. f откупщическая, т. е. богатая, роскошная ([[μᾶζα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τελωνιάς]], άδος,<br />of tolls or [[customs]], [[μᾶζα]] τ. the [[good]] [[fare]] of the tax-gatherers, Anth.
|mdlsjtxt=[[τελωνιάς]], άδος,<br />of tolls or [[customs]], [[μᾶζα]] τ. the [[good]] [[fare]] of the tax-gatherers, Anth.
}}
}}

Revision as of 16:10, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελωνιάς Medium diacritics: τελωνιάς Low diacritics: τελωνιάς Capitals: ΤΕΛΩΝΙΑΣ
Transliteration A: telōniás Transliteration B: telōnias Transliteration C: telonias Beta Code: telwnia/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, of tolls or customs, μᾶζα τ. the good fare of the τελῶναι, AP6.295 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 1089] άδος, ἡ, zöllnerisch, μᾶζα, die gute Kost der Zöllner, Phani. 3 (VI, 295).

French (Bailly abrégé)

άδος
adj. f.
de fermier général ; μᾶζα ANTH pâte ou mets digne d'un publicain, càd délicat, recherché.
Étymologie: τελώνης.

Russian (Dvoretsky)

τελωνιάς: άδος (ᾱδ) adj. f откупщическая, т. е. богатая, роскошная (μᾶζα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τελωνιάς: -άδος, ἡ, = τελωνική, ἡ ἀποτελουμένη ἐκ τελῶν, ἤτοι φόρων, μᾶζα τ., ἡ καλὴ τροφὴ καὶ πλουσία ζωὴ τῶν τελωνῶν, Ἀνθ. Π. 6. 295.

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
1. η τελωνική
2. φρ. «μᾱζα τελωνιάς» — η καλή τροφή και η πλούσια ζωή τών τελωνών (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης + κατάλ. -ιάς (πρβλ. σεβαστ-ιάς)].

Greek Monotonic

τελωνιάς: -άδος, ἡ, αυτή που αφορά σε τέλη ή φόρους, μᾶζα τελωνιάς, η πλούσια ζωή των τελώνων, σε Ανθ.

Middle Liddell

τελωνιάς, άδος,
of tolls or customs, μᾶζα τ. the good fare of the tax-gatherers, Anth.