ταλασιουργικός: Difference between revisions
τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l'art de travailler la laine.<br />'''Étymologie:''' [[ταλασιουργός]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne l'art de travailler la laine.<br />'''Étymologie:''' [[ταλασιουργός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τᾰλᾰσῐουργικός:''' [[шерстопрядильный]] (ὄργανα Xen.; [[σκευή]] Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τᾰλᾰσιουργικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει στο [[κλώσιμο]] μαλλιού, σε Ξεν. | |lsmtext='''τᾰλᾰσιουργικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει στο [[κλώσιμο]] μαλλιού, σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 16:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of or for wool-spinning, ὄργανα X. Oec. 9.7, cf. Pl. Plt. 282c ; ἡ ταλασιουργική (sc. τέχνη), = ταλασιουργία, ib. a.
German (Pape)
[Seite 1065] ή, όν, zum Wollespinner, zum Wollespinnen gehörig, geschickt; τέχνη, Plat. Polit. 282 a, Xen. Oec. 9, 7. 9, οἶκος, Poll. 1, 80.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l'art de travailler la laine.
Étymologie: ταλασιουργός.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰσῐουργικός: шерстопрядильный (ὄργανα Xen.; σκευή Plat.).
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰσιουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ταλασιουργίαν, ὄργανα, σκεύη Ξεν. Οἰκ. 9, 7, Πλάτ. Πολιτικ. 282C· ἡ ταλασιουργικὴ (ἐξυπακ. τέχνη), = τῷ προηγ., αὐτόθι Α, Β. - Ἐπίρρ. ταλασιουργικῶς, «ὥσπερ καὶ ἐριουργικῶς καὶ ταλασιουργικῶς» Πολυδ. Ζ΄, 34 ἐν τέλει.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α ταλασιουργός
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ταλασιουργία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ταλασιουργική
(ενν. τέχνη) η ταλασιουργία.
επίρρ...
ταλασιουργικῶς Α
με επεξεργασία μαλλιού.
Greek Monotonic
τᾰλᾰσιουργικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει στο κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν.
Middle Liddell
τᾰλᾰσιουργικός, ή, όν
of or for wool-spinning, Xen. [from τᾰλᾰσιουργός]