τορευτής: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ὁ, der erhabene, getriebene Arbeit macht, der Bildschnitzer, Bildner, Graveur; Pol. 26, 10, 3, Plut. Pericl. 12 u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1130.png Seite 1130]] ὁ, der erhabene, getriebene Arbeit macht, der Bildschnitzer, Bildner, Graveur; Pol. 26, 10, 3, Plut. Pericl. 12 u. A.
}}
{{elru
|elrutext='''τορευτής:''' οῦ ὁ чеканщик, резчик Polyb., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τορεύω]]<br /><b>αρχαιολ.</b> [[καλλιτέχνης]] που κατασκεύαζε μεταλλικά αγγεία και σκεύη με τη μέθοδο της τορευτικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επιδέξιος]], [[ικανός]] [[ρήτορας]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[τορεύω]]<br /><b>αρχαιολ.</b> [[καλλιτέχνης]] που κατασκεύαζε μεταλλικά αγγεία και σκεύη με τη μέθοδο της τορευτικής<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[επιδέξιος]], [[ικανός]] [[ρήτορας]].
}}
{{elru
|elrutext='''τορευτής:''' οῦ ὁ чеканщик, резчик Polyb., Plut.
}}
}}

Revision as of 16:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τορευτής Medium diacritics: τορευτής Low diacritics: τορευτής Capitals: ΤΟΡΕΥΤΗΣ
Transliteration A: toreutḗs Transliteration B: toreutēs Transliteration C: toreftis Beta Code: toreuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, one who works in relief, Plb.26.1.2, CIG3306 (Smyrna), D.H.Comp.25, Sardis 7(1) No. 56.10 (ii A. D.); cf. τορνευτής.

German (Pape)

[Seite 1130] ὁ, der erhabene, getriebene Arbeit macht, der Bildschnitzer, Bildner, Graveur; Pol. 26, 10, 3, Plut. Pericl. 12 u. A.

Russian (Dvoretsky)

τορευτής: οῦ ὁ чеканщик, резчик Polyb., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

τορευτής: -οῦ, ὁ, ἐργαζόμενος ἔργον τορείας, ἐργαζόμενος ἀνάγλυφα ἐπὶ μετάλλου ἢ ξύλου, κτλ., γλύπτης (ἴδε τορεύω ΙΙ), Πολύβ. 16. 10, 3, Συλλ. Ἐπιγρ 3306, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθέσ. 25. ΙΙ. μεταφορ., τορευταὶ λέξεων Βασίλ. τ. 1, σ. 70Β.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ τορεύω
αρχαιολ. καλλιτέχνης που κατασκεύαζε μεταλλικά αγγεία και σκεύη με τη μέθοδο της τορευτικής
μσν.-αρχ.
επιδέξιος, ικανός ρήτορας.