τυμβοῦχος: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fréquente les tombeaux.<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]], [[ἔχω]].
|btext=ος, ον :<br />qui fréquente les tombeaux.<br />'''Étymologie:''' [[τύμβος]], [[ἔχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''τυμβοῦχος:''' [[могильный]] ([[Κήρ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τυμβοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που κατοικεί μέσα σε τάφο, [[νεκρικός]], σε Ανθ.
|lsmtext='''τυμβοῦχος:''' -ον ([[ἔχω]]), αυτός που κατοικεί μέσα σε τάφο, [[νεκρικός]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τυμβοῦχος:''' [[могильный]] ([[Κήρ]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τυμβ-οῦχος, ον, [ἔχω]<br />[[sepulchral]], Anth.
|mdlsjtxt=τυμβ-οῦχος, ον, [ἔχω]<br />[[sepulchral]], Anth.
}}
}}

Revision as of 16:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβοῦχος Medium diacritics: τυμβοῦχος Low diacritics: τυμβούχος Capitals: ΤΥΜΒΟΥΧΟΣ
Transliteration A: tymboûchos Transliteration B: tymbouchos Transliteration C: tymvoychos Beta Code: tumbou=xos

English (LSJ)

ον, (ἔχω) placed on a tomb, sepulchral, Κήρ AP7.154.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fréquente les tombeaux.
Étymologie: τύμβος, ἔχω.

Russian (Dvoretsky)

τυμβοῦχος: могильный (Κήρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

τυμβοῦχος: -ον, (ἔχω) ὁ κατοικῶν ἐντὸς τάφου, νεκρικός, Ἀνθ. Π. 7. 154.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που κατέχει τάφο ή αυτός που είναι κλεισμένος μέσα σε τάφο, ενταφιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + κατάλ. -οῦχος (< ἔχω)].

Greek Monotonic

τυμβοῦχος: -ον (ἔχω), αυτός που κατοικεί μέσα σε τάφο, νεκρικός, σε Ανθ.

Middle Liddell

τυμβ-οῦχος, ον, [ἔχω]
sepulchral, Anth.