φιλαπόδημος: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime à voyager.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀπόδημος]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime à voyager.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[ἀπόδημος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλαπόδημος:''' [[любящий путешествовать]] Xen.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῐλᾰπόδημος:''' -ον, αυτός που αγαπά τα ταξίδια, σε Ξεν.
|lsmtext='''φῐλᾰπόδημος:''' -ον, αυτός που αγαπά τα ταξίδια, σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''φιλαπόδημος:''' [[любящий путешествовать]] Xen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλ-ᾰπόδημος, ον,<br />[[fond]] of travelling, Xen.
|mdlsjtxt=φῐλ-ᾰπόδημος, ον,<br />[[fond]] of travelling, Xen.
}}
}}

Revision as of 16:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλᾰπόδημος Medium diacritics: φιλαπόδημος Low diacritics: φιλαπόδημος Capitals: ΦΙΛΑΠΟΔΗΜΟΣ
Transliteration A: philapódēmos Transliteration B: philapodēmos Transliteration C: filapodimos Beta Code: filapo/dhmos

English (LSJ)

ον, fond of travelling, X.HG4.3.2, Dicaearch.1.30, Ael.NA7.24; of Hippocrates, Sor.Vit.Hippocr.12.

German (Pape)

[Seite 1275] gern abwesend, verreisend, reiselustig, Xen. Hell. 4, 3,2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à voyager.
Étymologie: φίλος, ἀπόδημος.

Russian (Dvoretsky)

φιλαπόδημος: любящий путешествовать Xen.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλᾰπόδημος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ἀποδημῇ, νὰ ξενιτεύηται, Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 2, Αἰλιαν. π. Ζ 7. 24.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλαπόδημος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσει να αποδημεί, να ξενιτεύεται
αρχ.
αυτός που του αρέσει να ταξιδεύει, ταξιδιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἀπόδημος «ξενιτεμένος»].

Greek Monotonic

φῐλᾰπόδημος: -ον, αυτός που αγαπά τα ταξίδια, σε Ξεν.

Middle Liddell

φῐλ-ᾰπόδημος, ον,
fond of travelling, Xen.