φιλόλυπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich

Menander, Monostichoi, 426
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime la tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[λύπη]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime la tristesse.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[λύπη]].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόλῡπος:''' [[склонный к печали]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καταλαμβάνεται [[συχνά]] από το [[αίσθημα]] της λύπης<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόλυπον</i><br />[[τάση]] για [[λύπη]], μελαγχολική [[διάθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]]), <b>πρβλ.</b> <i>παυσί</i>-<i>λυπος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καταλαμβάνεται [[συχνά]] από το [[αίσθημα]] της λύπης<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόλυπον</i><br />[[τάση]] για [[λύπη]], μελαγχολική [[διάθεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>λυπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λύπη]]), <b>πρβλ.</b> <i>παυσί</i>-<i>λυπος</i>].
}}
{{elru
|elrutext='''φιλόλῡπος:''' [[склонный к печали]] Plut.
}}
}}

Revision as of 16:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόλῡπος Medium diacritics: φιλόλυπος Low diacritics: φιλόλυπος Capitals: ΦΙΛΟΛΥΠΟΣ
Transliteration A: philólypos Transliteration B: philolypos Transliteration C: filolypos Beta Code: filo/lupos

English (LSJ)

ον, fond of pain, Plu.2.600c.

German (Pape)

[Seite 1282] die Trauer liebend, gern trauernd, Plut. de exil. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la tristesse.
Étymologie: φίλος, λύπη.

Russian (Dvoretsky)

φιλόλῡπος: склонный к печали Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόλῡπος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ λυπῆται, Πλούτ. 2. 600C· τὸ φιλόλυπον καὶ φιλόθρηνον ὡς ἀγενὲς παραιτούμενοι Βασίλ. τ. 1, σ. 361Α, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που καταλαμβάνεται συχνά από το αίσθημα της λύπης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόλυπον
τάση για λύπη, μελαγχολική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -λυπος (< λύπη), πρβλ. παυσί-λυπος].