τυραννοφόνος: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[τυραννοκτόνος]].<br />'''Étymologie:''' [[τύραννος]], [[πεφνεῖν]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[τυραννοκτόνος]].<br />'''Étymologie:''' [[τύραννος]], [[πεφνεῖν]].
}}
{{elru
|elrutext='''τῠραννοφόνος:''' ὁ Anth. = [[τυραννοκτόνος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τῠραννοφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που φονεύει τυράννους, σε Ανθ.
|lsmtext='''τῠραννοφόνος:''' -ον (*[[φένω]]), αυτός που φονεύει τυράννους, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''τῠραννοφόνος:''' ὁ Anth. = [[τυραννοκτόνος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τῠραννο-[[φόνος]], ον, [*[[φένω]]<br />[[slaying]] tyrants, Anth.
|mdlsjtxt=τῠραννο-[[φόνος]], ον, [*[[φένω]]<br />[[slaying]] tyrants, Anth.
}}
}}

Revision as of 16:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῠραννοφόνος Medium diacritics: τυραννοφόνος Low diacritics: τυραννοφόνος Capitals: ΤΥΡΑΝΝΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: tyrannophónos Transliteration B: tyrannophonos Transliteration C: tyrannofonos Beta Code: turannofo/nos

English (LSJ)

ον, slaying tyrants, AP7.388 (Bianor), D.C.44.35.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τυραννοκτόνος.
Étymologie: τύραννος, πεφνεῖν.

Russian (Dvoretsky)

τῠραννοφόνος: ὁ Anth. = τυραννοκτόνος.

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννοφόνος: -ον, ὡς τὸ τυραννοκτόνος, ὁ φονεύσας τύραννον, Ἀνθ. Π. 7. 388, Δίων Κ. 44. 35.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που φονεύει τυράννους, τυραννοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -φόνος (< φόνος < θείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροφόνος.

Greek Monotonic

τῠραννοφόνος: -ον (*φένω), αυτός που φονεύει τυράννους, σε Ανθ.

Middle Liddell

τῠραννο-φόνος, ον, [*φένω
slaying tyrants, Anth.