φυγόπονος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fuit le travail <i>ou</i> la fatigue, paresseux.<br />'''Étymologie:''' [[φεύγω]], [[πόνος]].
|btext=ος, ον :<br />qui fuit le travail <i>ou</i> la fatigue, paresseux.<br />'''Étymologie:''' [[φεύγω]], [[πόνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φῠγόπονος:''' [[избегающий трудов]], [[уклоняющийся от работы]] Polyb.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φῠγόπονος:''' ὁ, αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή τις ταλαιπωρίες, σε Πολύβ.
|lsmtext='''φῠγόπονος:''' ὁ, αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή τις ταλαιπωρίες, σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''φῠγόπονος:''' [[избегающий трудов]], [[уклоняющийся от работы]] Polyb.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῠγό-πονος, ον,<br />shunning [[work]] or [[hardship]], Polyb.
|mdlsjtxt=φῠγό-πονος, ον,<br />shunning [[work]] or [[hardship]], Polyb.
}}
}}

Revision as of 16:45, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγόπονος Medium diacritics: φυγόπονος Low diacritics: φυγόπονος Capitals: ΦΥΓΟΠΟΝΟΣ
Transliteration A: phygóponos Transliteration B: phygoponos Transliteration C: fygoponos Beta Code: fugo/ponos

English (LSJ)

ον, shunning work or hardship, Plb.39.1.10.

German (Pape)

[Seite 1312] Arbeit, Anstrengung fliehend, arbeitsscheu, Pol. 40, 6,10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fuit le travail ou la fatigue, paresseux.
Étymologie: φεύγω, πόνος.

Russian (Dvoretsky)

φῠγόπονος: избегающий трудов, уклоняющийся от работы Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

φῠγόπονος: -ον, ὁ ἀποφεύγων τοὺς κόπους, ὁ μὴ θέλων νὰ ἐργασθῇ, Πολύβ. 40. 6, 10.

Greek Monolingual

-η, -ο / φυγόπονος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αποφεύγει τους κόπους, την εργασία, οκνηρός, τεμπέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυγο- (< θ. φυγ- του αορ. β' -φυγ-ον του ρ. φεύγω) + πόνος (πρβλ. μισό-πονος, παυσί-πονος)].

Greek Monotonic

φῠγόπονος: ὁ, αυτός που αποφεύγει τη δουλειά ή τις ταλαιπωρίες, σε Πολύβ.

Middle Liddell

φῠγό-πονος, ον,
shunning work or hardship, Polyb.