χοραύλης: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />joueur de flûte qui accompagne un chœur de danse.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[αὐλός]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />joueur de flûte qui accompagne un chœur de danse.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[αὐλός]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''χοραύλης:''' ου ὁ хоравл, флейтист хора Plut., Anth. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''χοραύλης:''' -ου, ὁ ([[αὐλός]]), αυτός που συνοδεύει το χορό με αυλό, σε Ανθ., Πλούτ. | |lsmtext='''χοραύλης:''' -ου, ὁ ([[αὐλός]]), αυτός που συνοδεύει το χορό με αυλό, σε Ανθ., Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χορ-αύλης, ου, ὁ, [[αὐλός]]<br />one who accompanies a [[chorus]] on the [[flute]], Anth., Plut. | |mdlsjtxt=χορ-αύλης, ου, ὁ, [[αὐλός]]<br />one who accompanies a [[chorus]] on the [[flute]], Anth., Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:00, 3 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, one who accompanies a chorus on the flute, AP 11.11 (Lucill.), Plu. Ant. 24; freq. in Inscrr., as IG 7.1773 (Thespiae), CIG 1719 (Delph.), etc.
German (Pape)
[Seite 1364] ὁ, Chorpfeifer, dah. – a) der den Chor mit der Flöte begleitet, zum Chortanz die Flöte bläs't, Strab. – b) der einen Chor für sich hält und sich mit ihm hören läßt, so wohl Lucill. 23 (XI, 11).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
joueur de flûte qui accompagne un chœur de danse.
Étymologie: χορός, αὐλός.
Russian (Dvoretsky)
χοραύλης: ου ὁ хоравл, флейтист хора Plut., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
χοραύλης: -ου, ὁ, ὁ αὐλητὴς χοροῦ, ὁ συνοδεύων τὸν χορὸν διὰ τοῦ αὐλοῦ, Λατ. choraules, Ἀνθ. Παλατ. 11. 11, Πλουτ. Ἀντών. 24, συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, οἷον Συλλ. Ἐπιγρ. 1585, 1719 κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μουσικός που συνοδεύει τον χορό με τον αυλό, αυλητής («Ἀναξήνορες δὲ κιθαρῳδοὶ καὶ Ξοῦθοι χοραῡλαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. καλαμαύλης].
Greek Monotonic
χοραύλης: -ου, ὁ (αὐλός), αυτός που συνοδεύει το χορό με αυλό, σε Ανθ., Πλούτ.
Middle Liddell
χορ-αύλης, ου, ὁ, αὐλός
one who accompanies a chorus on the flute, Anth., Plut.