χυτρεύς: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />potier.<br />'''Étymologie:''' [[χύτρα]], [[χύτρος]].
|btext=έως (ὁ) :<br />potier.<br />'''Étymologie:''' [[χύτρα]], [[χύτρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''χυτρεύς:''' έως ὁ горшечник, гончар Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χυτρεύς:''' -έως, ὁ ([[χύτρα]]), [[αγγειοπλάστης]], Λατ. [[figulus]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''χυτρεύς:''' -έως, ὁ ([[χύτρα]]), [[αγγειοπλάστης]], Λατ. [[figulus]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''χυτρεύς:''' έως ὁ горшечник, гончар Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χυτρεύς]], έως, ὁ, [[χύτρα]]<br />a [[potter]], Lat. [[figulus]], Plat.
|mdlsjtxt=[[χυτρεύς]], έως, ὁ, [[χύτρα]]<br />a [[potter]], Lat. [[figulus]], Plat.
}}
}}

Revision as of 17:00, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυτρεύς Medium diacritics: χυτρεύς Low diacritics: χυτρεύς Capitals: ΧΥΤΡΕΥΣ
Transliteration A: chytreús Transliteration B: chytreus Transliteration C: chytreys Beta Code: xutreu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, potter, Pl.R.421d, Tht.147a, Eustr. in APo. 158.13.

German (Pape)

[Seite 1385] ὁ, der Töpfer; Plat. pheaet. 147 a Rep. IV, 421 d; sprichwörtlich χυτρέα χυτρεῖ κοτέειν, Themist., nach Hes. O. 25 κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
potier.
Étymologie: χύτρα, χύτρος.

Russian (Dvoretsky)

χυτρεύς: έως ὁ горшечник, гончар Plat.

Greek (Liddell-Scott)

χυτρεύς: έως, ὁ, ὁ κατασκευάζων χύτρας, «τσουκαλᾶς», Λατ. figulus, Πλάτ. Πολ. 421D, Θεαίτ. 147Α.

Greek Monolingual

ὁ, Α
τεχνίτης που κατασκευάζει χύτρες, τσουκαλάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρα + κατάλ. -εύς].

Greek Monotonic

χυτρεύς: -έως, ὁ (χύτρα), αγγειοπλάστης, Λατ. figulus, σε Πλάτ.

Middle Liddell

χυτρεύς, έως, ὁ, χύτρα
a potter, Lat. figulus, Plat.