ψόγιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
 
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[ψογερός]].
|btext=α, ον :<br /><i>c.</i> [[ψογερός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ψόγιος:''' Pind. = [[ψογερός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 13: Line 16:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ψόγιος:''' -α, -ον, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο [[επικριτικός]], σε Πίνδ.
|lsmtext='''ψόγιος:''' -α, -ον, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο [[επικριτικός]], σε Πίνδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ψόγιος:''' Pind. = [[ψογερός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ψόγιος]], η, ον<br />[[fond]] of [[blaming]], [[censorious]], Pind. [from [[ψόγος]]
|mdlsjtxt=[[ψόγιος]], η, ον<br />[[fond]] of [[blaming]], [[censorious]], Pind. [from [[ψόγος]]
}}
}}

Latest revision as of 17:05, 3 October 2022

German (Pape)

[Seite 1401] tadelnd, tadelsüchtig, Pind. N. 7, 69, wo vor Böckh ψέγιος gelesen wurde, was Schneider in ψόγιος besserte.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. ψογερός.

Russian (Dvoretsky)

ψόγιος: Pind. = ψογερός.

Greek (Liddell-Scott)

ψόγιος: -α, -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, νὰ κατηγορῇ, νὰ κατακρίνῃ, ἐκ διορθώσεως τοῦ Schneider παρὰ Πινδ. Ν. 7. 102, ἀντὶ τοῦ ἀνωμάλου τύπου ψέγιος. ΙΙ. ἀξιόμεμπτος, «ψόγ(ε)ια· ψογερά, καὶ οὐκ ἄξια ἀκοῆς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α ψόγος
1. (με ενεργ
σημ.) φιλοκατήγορος, ψογερός
2. (με παθ. σημ.) (κατά τον Ησύχ.) αξιόμεμπτος.

Greek Monotonic

ψόγιος: -α, -ον, αυτός που του αρέσει να κατηγορεί, ο επικριτικός, σε Πίνδ.

Middle Liddell

ψόγιος, η, ον
fond of blaming, censorious, Pind. [from ψόγος