ἀγακλυτός: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />très illustre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαν]], [[κλυτός]].
|btext=ή, όν :<br />très illustre.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαν]], [[κλυτός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγακλῠτός:''' Hom. = [[ἀγακλεής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγακλυτός:''' -όν,<br /><b class="num">1.</b> = [[ἀγακλειτός]], Λατ. [[inclytus]], λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται και για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ἀγακλυτός:''' -όν,<br /><b class="num">1.</b> = [[ἀγακλειτός]], Λατ. [[inclytus]], λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται και για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγακλῠτός:''' Hom. = [[ἀγακλεής]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[ἀγακλειτός]],] [cf. [[κτίζω]]<br /><b class="num">1.</b> Lat. [[inclytus]], of men, Hom., Hes.<br /><b class="num">2.</b> of things, Od.
|mdlsjtxt== [[ἀγακλειτός]],] [cf. [[κτίζω]]<br /><b class="num">1.</b> Lat. [[inclytus]], of men, Hom., Hes.<br /><b class="num">2.</b> of things, Od.
}}
}}

Revision as of 17:08, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγακλυτός Medium diacritics: ἀγακλυτός Low diacritics: αγακλυτός Capitals: ΑΓΑΚΛΥΤΟΣ
Transliteration A: agaklytós Transliteration B: agaklytos Transliteration C: agaklytos Beta Code: a)gakluto/s

English (LSJ)

όν, A = ἀγακλειτός (very glorious, very famous, far-famed), Il.6.426, Hes.Th.945, etc. 2 of things, ἀ. δώματα Od.3.388, 7.3,46.

German (Pape)

[Seite 7] ή, όν, sehr berühmt, Hom. Iliad. nur 6, 436, Odyss. öfter; ἀγ. δῶματα Od. 3, 388 u. 428. 7, 3 u. 46, sonst Beiw. von Heroen.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
très illustre.
Étymologie: ἄγαν, κλυτός.

Russian (Dvoretsky)

ἀγακλῠτός: Hom. = ἀγακλεής.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγακλυτός: -όν, = ἀγακλεής, -κλειτός. Λατ. inclytus, Ὁμ. (πρὸ πάντων ἐν Ὀδ. ἐν Ἰλ. μόνον ἐν Ζ, 436. -Ἰδομενῆα), καὶ Ἡσ. ἰδίᾳ ἐπὶ ἀνθρώπων. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀγ. δώματα, Ὀδ. Γ. 388, 428., Η. 3, 46.

English (Autenrieth)

=ἀγακλεής, ἀγακλειτός.

Greek Monotonic

ἀγακλυτός: -όν,
1. = ἀγακλειτός, Λατ. inclytus, λέγεται για πρόσωπα, σε Όμηρ., Ησίοδ.
2. λέγεται και για πράγματα, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

= ἀγακλειτός,] [cf. κτίζω
1. Lat. inclytus, of men, Hom., Hes.
2. of things, Od.