ἀγαλματοποιός: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />statuaire, sculpteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαλμα]], [[ποιέω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />statuaire, sculpteur.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγαλμα]], [[ποιέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγαλμᾰτοποιός:''' ὁ [[ваятель]], [[скульптор]] Her., etc. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγαλματοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[τεχνίτης]] αγαλμάτων, [[γλύπτης]], [[αγαλματοποιός]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἀγαλματοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[τεχνίτης]] αγαλμάτων, [[γλύπτης]], [[αγαλματοποιός]], σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 17:10, 3 October 2022
English (LSJ)
ὁ, sculptor, Hdt.2.46, Pl.Prt.311c, etc.; γραφεῖς ἢ ἀ. Arist.Pol.1340a38.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
escultor, tallista, imaginero Hdt.2.46, Pl.Prt.311c, IG 22.10B.2.9 (V/IV a.C.), 217.15 (IV a.C.), Philostr.VA 8.7.3, Aesop.90, IAphrodisias 3.76.4 (III d.C.), ἀγαλματοποιοὶ Πάριοι ICr.1.5.6.4 (Arcades I a./d.C.)
•del Demiurgo ἀγαλματοποιὸς τοῦ κόσμου imaginero del cosmos Procl.in Ti.3.6.10.
German (Pape)
[Seite 8] ὁ, Bildhauer, Her. 2, 46; Plat. Prot. 311 c, vom Polyklet u. Phidias.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
statuaire, sculpteur.
Étymologie: ἄγαλμα, ποιέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀγαλμᾰτοποιός: ὁ ваятель, скульптор Her., etc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγαλματοποιός: ὁ, κατασκευάζων ἀγάλματα, λιθοξόος. Ἡρόδ. 2. 46, Πλάτ. Πρωτ. 311C. κτλ., γραφεῖς ἢ ἀγ., Ἀριστ. Πολ. 8. 5, 21: - ἀγαλματοποιέω, κατασκευάζω ἀγάλματα, Πολύδ. 7. 108: - ἀγαλματοποιητικός, ή, όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ἀγαλματοποιόν· ἡ -κὴ (δηλ. τέχνη), παρὰ Πολυδ. 1. 13· - ἀγαλματοποιία, ἡ, ἡ τέχνη τοῦ ἀγαλματοποιοῦ, Πορφ. περὶ Ἀποχ. 2. 49, Α. Β. 335, Πολυδ.
Greek Monotonic
ἀγαλματοποιός: ὁ (ποιέω), τεχνίτης αγαλμάτων, γλύπτης, αγαλματοποιός, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
ποιέω
a maker of statues, a sculptor, statuary, Hdt., Plat., etc.