ἀγριάς: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>adj. f.</i><br />sauvage ; <i>subst.</i> ἡ [[ἀγριάς]] ([[ἄμπελος]]) vigne sauvage, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγριος]].
|btext=άδος (ἡ) :<br /><i>adj. f.</i><br />sauvage ; <i>subst.</i> ἡ [[ἀγριάς]] ([[ἄμπελος]]) vigne sauvage, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγριος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγριάς:''' άδος adj. f полевая, дикая ([[ἄμπελος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγριάς:''' -[[άδος]], ἡ = <i>ἀγρία</i>, ιδιαζ. θηλ. του [[ἄγριος]], άγρια, ανήμερη· <i>ἄμπελον ἀγριάδα</i>, σε Ανθ.
|lsmtext='''ἀγριάς:''' -[[άδος]], ἡ = <i>ἀγρία</i>, ιδιαζ. θηλ. του [[ἄγριος]], άγρια, ανήμερη· <i>ἄμπελον ἀγριάδα</i>, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγριάς:''' άδος adj. f полевая, дикая ([[ἄμπελος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== ἀγρία] [pecul. fem. of [[ἄγριος]]<br />[[wild]], ἄμπελον ἀγριάδα Anth.
|mdlsjtxt== ἀγρία] [pecul. fem. of [[ἄγριος]]<br />[[wild]], ἄμπελον ἀγριάδα Anth.
}}
}}

Revision as of 17:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγριάς Medium diacritics: ἀγριάς Low diacritics: αγριάς Capitals: ΑΓΡΙΑΣ
Transliteration A: agriás Transliteration B: agrias Transliteration C: agrias Beta Code: a)gria/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, = fem. of ἄγριος, A wild, A.R.1.28; νῆσσαι Arat. 918; αἶγες Call.Aet.3.1.13; ἄμπελον ἀ. AP9.561 (Phil.), cf. Numen. ap.Ath.371c. II Ἀγριάδες, αἱ, Nymphs, Hsch.

Spanish (DGE)

-άδος
1 de plantas silvestre σαρωνίδες Call.SHell.276.10, cf. A.R.1.28, Nic.Th.89, Nonn.D.12.299, ἄμπελος AP 9.561 (Phil.), δρῦς Lyc.1423, ἀ. ὕλη bosque Nonn.D.37.69
de anim. νῆσσαι Arat.918, αἶγες Call.Fr.75.13.
2 plu. Ἀγριάδες, αἱ ninfas Hsch.

French (Bailly abrégé)

άδος (ἡ) :
adj. f.
sauvage ; subst.ἀγριάς (ἄμπελος) vigne sauvage, plante.
Étymologie: ἄγριος.

Russian (Dvoretsky)

ἀγριάς: άδος adj. f полевая, дикая (ἄμπελος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀγριάς: -άδος, ἡ, = ἀγρία, παράδοξον θηλ. τοῦ ἄγριος, Ἀπολλ. Ρόδ. 1, 28, Ἄρατ., κτλ.· ἄμπελον ἀγριάδα, Ἀνθ. Π. 9. 561.

Greek Monotonic

ἀγριάς: -άδος, ἡ = ἀγρία, ιδιαζ. θηλ. του ἄγριος, άγρια, ανήμερη· ἄμπελον ἀγριάδα, σε Ανθ.

Middle Liddell

= ἀγρία] [pecul. fem. of ἄγριος
wild, ἄμπελον ἀγριάδα Anth.